Σημαντική η Συμβολή του Ενεργειακού Τομέα στη Δημιουργία Απασχόλησης Παρά τα Ισχύοντα Αντικίνητρα

Σημαντική η Συμβολή του Ενεργειακού Τομέα στη Δημιουργία Απασχόλησης Παρά τα Ισχύοντα Αντικίνητρα
του Κ.Ν.Σταμπολή
Τετ, 8 Ιανουαρίου 2014 - 08:45
Ένα από τα πλέον συγκλονιστικά στοιχεία της παρούσας οικονομικής κρίσης είναι ο τεράστιος αριθμός ανέργων που έχει προκύψει την τελευταία 5ετία και οι οποίοι ξεπερνούν πλέον τα 1,400.000 άτομα. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το ποσοστό ανεργίας έχει φθάσει στο εφιαλτικό 27,4% του εργατικού δυναμικού, ένα από κάθε άποψη πρωτόγνωρο νούμερο για την Ε. Ένωση και το υψηλότερο στις χώρες του ΟΟΣΑ, ενδεικτικό της ιδιαίτερα βαθιάς ύφεσης που βιώνει η χώρα τα τελευταία χρόνια

Ένα από τα πλέον συγκλονιστικά στοιχεία της παρούσας οικονομικής κρίσης είναι ο τεράστιος αριθμός ανέργων που έχει προκύψει την τελευταία 5ετία και οι οποίοι ξεπερνούν πλέον τα 1,400.000 άτομα. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το ποσοστό ανεργίας έχει φθάσει στο εφιαλτικό 27,4% του εργατικού δυναμικού, ένα από κάθε άποψη πρωτόγνωρο νούμερο για την Ε. Ένωση και το υψηλότερο στις χώρες του ΟΟΣΑ, ενδεικτικό της ιδιαίτερα βαθιάς ύφεσης που βιώνει η χώρα τα τελευταία χρόνια. Και εύλογα τίθεται το ερώτημα για το τι πολιτικές πρέπει να σχεδιασθούν και να εφαρμοστούν ώστε η χώρα να μπορέσει να επιστρέψει πάλι σε αναπτυξιακούς ρυθμούς και η οικονομία να αρχίσει να δημιουργεί θέσεις εργασίας.

Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση όχι μόνο δεν έχει επεξεργασθεί κάποιο συγκεκριμένο και στοχευμένο σχέδιο για την ανάσχεση της συνεχιζόμενης ύφεσης, πέρα από την χιλιοειπωμένη καραμέλα του πρωτογενούς πλεονάσματος, αλλά άρεται και φέρεται από τα άναρθρα κελεύσματα της τρόικας και την τυφλή υπακοή της στην περιοριστική πολιτική του Βερολίνου. Υπάρχει όμως ένας τομέας της οικονομίας ο οποίος χρήζει ιδιαίτερης προσοχής και μελέτης καθότι παρά την σφοδρή κρίση και την πρωτοφανή μείωση του ΑΕΠ παραμένει σχετικά αλώβητος ενώ εξακολουθεί να παράγει πλούτο και θέσεις απασχόλησης. Αναφερόμεθα ασφαλώς στον ενεργειακό τομέα, ο οποίος μετά τον τουρισμό (που ορισμένοι ανιστόρητοι αποκαλούν βαριά βιομηχανία) και την γεωργία, συμβάλει απόλυτα θετικά στην οικονομία ενώ δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την επιστροφή σε μια αναπτυξιακή προοπτική.

Όπως προκύπτει από μια πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ) που είχε ως θέμα την «Ενέργεια και την Απασχόληση στην Ελλάδα», η συνολική απασχόληση στον ενεργειακό τομέα, και αυτό αφορά άμεσες θέσεις εργασίας μόνο, το 2012 έφθασε τα 93,630 άτομα, αυξημένη κατά 12,000 άτομα περίπου σε σύγκριση με το 2008. Δηλαδή στη διάρκεια των πέντε τελευταίων ετών που είχαμε μια κλιμακούμενη ύφεση ο τομέας της ενέργειας όχι μόνο δεν συρρικνώθηκε από άποψη απασχόλησης αλλά σημείωσε αύξηση! Όπως εξάλλου παρατηρεί επί λέξη η μελέτη του ΙΕΝΕ «Η συνολική απασχόληση έχει αυξηθεί σημαντικά σε σύγκριση με το 2008, με τους τομείς των ΑΠΕ να συνεισφέρουν τις περισσότερες νέες θέσεις εργασίας. Η 10η έκθεση EurObserv’ER υπολογίζει τις θέσεις εργασίας στους τομείς των ΑΠΕ στην Ελλάδα σε 11.292, για το έτος 2008. Για το έτος 2011 οι θέσεις αυτές εκτιμώνται περίπου στις 32.354. Παράλληλα, την πενταετία 2008 - 2012 φαίνεται να παρατηρείται μείωση θέσεων εργασίας σε παραδοσιακούς κλάδους, όπως η παραγωγή προϊόντων διύλισης, το λιανικό εμπόριο καυσίμων κίνησης και η παραγωγή, μεταφορά και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας. Στον κλάδο της ενεργειακής αποδοτικότητας, ο οποίος δεν γνώριζε κάποια ανάπτυξη το 2008, εκτιμάται βάσει στοιχείων του ΥΠΕΚΑ, ότι το σύνολο των ενεργειακών επιθεωρητών που απασχολούνται σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης, προσεγγίζει τους 2.200».

Από τα παραπάνω αποδεικνύεται αφ’ ενός μεν η δυναμικότητα και κινητικότητα των ενεργειακών επιχειρήσεων και αφ’ ετέρου οι σημαντικές ευκαιρίες δημιουργίας νέας απασχόλησης σε ανερχόμενους κλάδους, όπως αυτούς των ΑΠΕ, της ενεργειακής αποδοτικότητας, του φυσικού αερίου, της συμπαραγωγής και της έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων. Ένα ακόμα βασικό συμπέρασμα της παρούσας μελέτης είναι ότι η διατήρηση των υφιστάμενων όσο και η δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης στον ενεργειακό τομέα απαιτεί σημαντικές επενδύσεις τόσο στο χώρο της παραγωγής όσο και σε αυτόν της διακίνησης και μεταφοράς ενέργειας. Έτσι, την πενταετία 2008-2012, όπου έχει γίνει εκτίμηση του απασχολούμενου εργατικού δυναμικού, πραγματοποιήθηκαν συνολικές επενδύσεις της τάξης των €9 δις σε όλη την γκάμα εφαρμογών του ενεργειακού τομέα, πράγμα που συνέβαλε στην αύξηση της απασχόλησης κατά 11.500 θέσεις εργασίας περίπου. Άρα, η δυνατότητα της χώρας να προσελκύει επενδύσεις σε συνεχή βάση στον ενεργειακό τομέα αποτελεί σημαντικό παράγοντα στη διαμόρφωση ενός θετικού κλίματος στην οικονομία και στην απασχόληση.

Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του ΙΕΝΕ η αναδιάρθρωση του ενεργειακού μίγματος στην Ελλάδα κατά τα επόμενα χρόνια (δηλ. μείωση της συνεισφοράς του λιγνίτη με παράλληλη αύξηση του φυσικού αερίου και των ΑΠΕ), αναμένεται ότι θα έχει όχι μόνο ποσοτικές αλλά και ποιοτικές επιπτώσεις στην απασχόληση. Γι’ αυτό οι επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα, που υπολογίζονται στα 35,5 δις ευρώ για όλη τη δεκαετία 2010 – 2020, είναι βέβαιο ότι μπορούν να προσφέρουν σημαντική τόνωση στην απασχόληση. Όμως θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στη διατύπωση εκτιμήσεων για αύξηση της απασχόλησης ως αποτέλεσμα της εξάπλωσης των εφαρμογών πράσινης ενέργειας και πράσινων τεχνολογιών και άρα, θα πρέπει να αποφεύγεται η διατύπωση υπεραισιόδοξων σεναρίων αφού τα στοιχεία της μελέτης του ΙΕΝΕ δείχνουν ότι οι άμεσες θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν σε αυτό το κλάδο, είναι πολύ συγκεκριμένες σε αριθμό και όχι τεράστιες ή άπειρες όπως κατά διαστήματα ανακοινώνουν αβασάνιστα διάφοροι εκπρόσωποι περιβαλλοντικών οργανώσεων και ενίοτε πολιτικοί υπεύθυνοι.

Όμως παρά την αναμφισβήτητη θετική συνεισφορά του ενεργειακού τομέα στην οικονομική ανάπτυξη και την δημιουργία απασχόλησης, η κυβέρνηση κάνει ότι μπορεί για να αποδυναμώσει οικονομικά τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις με αποτέλεσμα να οδηγούμεθα στην διάλυση μίας ήδη παραπαίουσας αγοράς στον ηλεκτρισμό και το φυσικό αέριο μεταθέτοντας για το απώτερο μέλλον το σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας του ΛΑΓΗΕ (αρνούμενη την ανακεφαλαιοποίηση του), αθετώντας τις δεσμεύσεις της για την δημιουργία αποθηκευτικών χώρων φυσικού αερίου στη Νότιο Καβάλα, αδυνατώντας να αδειοδοτήσει τις εταιρείες αναδόχους για τις έρευνες υδρογονανθράκων στην Δυτική Ελλάδα και τέλος ανίκανη να διατυπώσει και να εφαρμόσει μια ξεκάθαρη πολιτική μείωσης του ενεργειακού κόστους στη βιομηχανία, με αποτέλεσμα την αδυναμία ανταγωνισμού με τις άλλες χώρες εντός και εκτός Ευρώπης.

Βέβαια το ‘’επιχειρείν’’ στην ενέργεια, απ’ όπου μπορούν να προκύψουν επενδύσεις και νέες θέσεις απασχόλησης, δεν είναι ασύνδετο με τα όσα αρνητικά συμβαίνουν στο ευρύτερο εργασιακό και επιχειρηματικό χώρο ∙ όπου το επιχειρείν είναι κυριολεκτικά υπό διωγμό εάν κρίνουμε από τα παράλογα υψηλά πρόστιμα, τις μαζικές φυλακίσεις επιχειρηματιών, της ευρείας κλίμακας κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων, τα περισσότερα από τα οποία έχουν δημιουργηθεί από τα τοκογλυφικά επιτόκια του Δημοσίου και από τους γνωστούς εκβιαστικούς ελέγχους. Η εργατική νομοθεσία της χώρας μας, παρά τις μεταβολές που έγιναν τα τελευταία χρόνια υπό την πίεση της τρόικα, παραμένει ετεροβαρής. Όλα λειτουργούν για την διασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζόμενων. Ενώ ο εργοδότης, αφ’ ης στιγμής προσλαμβάνει κάποιον, επωμίζεται δυσανάλογες δεσμεύσεις. Σε μια εποχή που το σημαντικότερο κοινωνικό αγαθό είναι οι θέσεις εργασίας, η Πολιτεία θα όφειλε να επιβραβεύει εκείνους που τις δημιουργούν. Ενώ σήμερα κατ’ ουσίαν τους τιμωρεί.

Με δεδομένο ότι οι περισσότερες από τις 32.000 νέες θέσεις εργασίας προήλθαν από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στους κλάδους των ΑΠΕ και της Ενεργειακής Αποδοτικότητας, όπως προκύπτει από τη μελέτη του ΙΕΝΕ, οι προοπτικές να διατηρηθούν αυτές ή και ν’ αυξηθούν τα αμέσως επόμενα χρόνια είναι ελάχιστες έως μηδαμινές όσο εξακολουθούν να εφαρμόζονται πολιτικές που αποκλειστικό στόχο έχουν τη μεγιστοποίηση των φορολογικών εσόδων και ασφαλιστικών εισφορών από τις επιχειρήσεις. Και άρα είναι πολύ πιθανό να δούμε το φαινόμενο να επενδύονται σημαντικά χρήματα στον ενεργειακό τομέα στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια στον τομέα των υποδομών, αλλά αυτές να μην συνοδεύονται από την ανάλογη αύξηση στην απασχόληση και την δημιουργία νέων μόνιμων θέσεων εργασίας.

Μπορεί κατά την διάρκεια κατασκευής ορισμένων μεγάλων έργων (λ.χ. αγωγοί πετρελαίου και αερίου, δίκτυα αερίου, επέκταση και αναβάθμιση διυλιστικών μονάδων και τέρμιναλ LNG, ηλεκτροπαραγωγικοί σταθμοί) να απασχοληθούν μερικές χιλιάδες άτομα, όμως τελικά ο αριθμός των νέων θέσεων εργασίας που θα προκύψει θα είναι πολύ μικρός και σύμφωνα με εκτιμήσεις δεν θα υπερβαίνει τα 1,000 – 1,500 άτομα. Το νούμερο αυτό θα πρέπει να συνεκτιμηθεί με τις επικρατούσες τάσεις όπου παρατηρείται μείωση του απασχολούμενου προσωπικού στους κλάδους της ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ, στα ορυχεία λιγνίτη και στην διύλιση και εμπορία πετρελαίου λόγω της εγκατάστασης νέων αυτοματοποιημένων συστημάτων και λειτουργιών. Έτσι στους ανωτέρω κλάδους αναμένεται συνολική συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού μέχρι το 2020. Απεναντίας μπορούμε να αναμένουμε αύξηση απασχόλησης στο τομέα του φυσικού αερίου μέσω κυρίως της επέκτασης των δικτύων (δηλ. δημιουργία νέων θέσεων εργασίας που θα προκύψουν από τις μετατροπές οικιακών και εμπορικών εφαρμογών σε χρήση φυσικού αερίου) ενώ επιπλέον απασχόληση μπορεί να δημιουργηθεί και στον κλάδο του upstream, δηλ. στην έρευνα και παραγωγή υδρογονανθράκων, εάν τελικά η κυβέρνηση αποφασίσει να προχωρήσει σε έρευνες υπογράφοντας σχετικές συμβάσεις με τις ανάδοχες εταιρείες για τα κοιτάσματα στην Δυτική Ελλάδα σε πρώτη φάση. Μια μάλλον απίθανη προοπτική δεδομένης της τεράστιας καθυστέρησης που παρατηρείται και της απροθυμίας της κυβέρνησης να δεσμευθεί σε μακροπρόθεσμα προγράμματα ερευνών (όπου ως γνωστό τα επενδυτικά κεφάλαια τα συνεισφέρουν οι εταιρείες και όχι το Δημόσιο).

Στο δε τομέα των ΑΠΕ και ιδιαίτερα στα φωτοβολταϊκά μετά τις τελευταίες αποφάσεις της κυβέρνησης περί αναστολής νέων αδειοδοτήσεων στα φ/β, έκτακτης φορολογίας των εταιρειών ως και της αναδρομικής μείωσης του ύψους των τιμών αποζημίωσης της παραγόμενης ενέργειας, η αγορά οδεύει με μαθηματική ακρίβεια σε συρρίκνωση. Μοναδική εξαίρεση ο κλάδος της ενεργειακής αποδοτικότητας που προωθείται κυρίως μέσω του κοινοτικού προγράμματος «Εξοικονομώ Κατ’ οίκον» και την δραστηριοποίηση μερικών χιλιάδων ενεργειακών επιθεωρητών και την μετασκευή κτιρίων με την εγκατάσταση συστημάτων εξοικονόμησης ενέργειας. Μια δυνητικά πολύ αξιόλογη δραστηριότητα με σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης πλην όμως είναι καταδικασμένη να αναπτύσσεται με ρυθμούς χελώνας αφού εταιρείες τύπου ESCO δεν μπορούν στη πράξη να δραστηριοποιηθούν αναλαμβάνοντας ολοκληρωμένα προγράμματα εξοικονόμησης λόγω αδυναμίας τραπεζικής χρηματοδότησης αλλά και των επιχειρηματικών αντικινήτρων που περιγράψαμε ανωτέρω.

Το γενικό συμπέρασμα όλων αυτών είναι ότι ενώ ο ενεργειακός τομέας με την πολυσχιδή δραστηριότητα των χιλιάδων επαγγελματιών του χώρου και τον δυναμισμό των εταιρειών που συμμετέχουν, και τις συνεχείς και αυξημένες ανάγκες παροχής ενέργειας της χώρας προσφέρεται για επενδύσεις, αυτές προβλέπεται να κινηθούν σε χαμηλά επίπεδα και άλλες να παραμείνουν καθηλωμένες λόγω των σοβαρών αντικινήτρων που έχουν δημιουργηθεί αλλά και του ακολουθούμενου σήμερα στρεβλού οικονομικού μοντέλου, που αποθαρρύνει την ίδρυση και λειτουργία νέων επιχειρήσεων και την ανάληψη επιχειρηματικού ρίσκου.