Το «ψαλίδισμα» της πράσινης ενέργειας, την έμμεση ώθηση της πυρηνικής ενέργειας και την ανοχή στην εξόρυξη του shale gas εκτιμάται ότι διευκολύνει το πακέτο μέτρων που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το Κλίμα και την Ενέργεια ενόψει του 2030.

Το «ψαλίδισμα» της πράσινης ενέργειας, την έμμεση ώθηση της πυρηνικής ενέργειας και την ανοχή στην εξόρυξη του shale gas εκτιμάται ότι διευκολύνει το πακέτο μέτρων που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το Κλίμα και την Ενέργεια ενόψει του 2030.

Οι προτάσεις της Κομισιόν, που θα τεθούν υπό διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 20 και 21 Μαρτίου και θα αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με το Ευρωκοινοβούλιο που θα αναδειχθεί από τις εκλογές του Μαΐου, περιλαμβάνουν δεσμευτικούς στόχους, για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 40% και τουλάχιστον 27% για τις ΑΠΕ ως το 2030. Σε ό,τι αφορά, όμως, τις τελευταίες δίνεται η ευελιξία στα κράτη μέλη να θέσουν εθνικούς στόχους, ανάλογους με τις επιμέρους εθνικές επιλογές και συνθήκες, οι οποίοι στόχοι θα οριστικοποιηθούν στο πλαίσιο του Συστήματος Νέας Διακυβέρνησης που επαγγέλλεται το πακέτο της Κομισιόν. Προ τούτο η Επιτροπή θα ανακοινώσει λεπτομερείς οδηγίες για την κατάρτιση των εθνικών σχεδίων, τα οποία θα πρέπει να είναι έτοιμα πριν από το 2020. Θα αποτελέσουν αντικείμενο αξιολόγησης και διαβούλευσης με την Κομισιόν πριν από την υλοποίηση τους.

Στο πακέτο της Επιτροπής δεν περιλαμβάνεται νέος στόχος για την ενεργειακή αποδοτικότητα ενόψει του 2030. Καθώς η σχετική Οδηγία δεν έχει ενσωματωθεί στη νομοθεσία όλων των κρατών-μελών, αναμένεται την Άνοιξη μια πρώτη αποτίμηση από τα μέλη της Ε.Ε., ώστε να ανανεωθεί και ο στόχος αυτός το ερχόμενο Φθινόπωρο.

Για το θέμα του shale gas η Επιτροπή αφήνει στα κράτη-μέλη την ευθύνη, αλλά και την επιλογή για την εξόρυξη του. Υποδεικνύει, όμως σύσταση για την προστασία του περιβάλλοντος, στην περίπτωση που χρησιμοποιηθεί η μέθοδος της υδραυλικής ρωγμάτωσης.

Ο πρόεδρος της Κομισιόν Χοσέ Μανουέλ Μπαρόζο χαρακτήρισε το πακέτο που ανακοινώθηκε «φιλόδοξο και ρεαλιστικό», ενώ η Eurelectric, διά του γενικού γραμματέα Hans ten Berge δήλωσε ότι οι προτάσεις που ανακοινώθηκαν κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. «Είναι σημαντικό ότι και οι δύο στόχοι (σ.σ. μείωση εκπομπών και ΑΠΕ) είναι πανευρωπαϊκοί, επιτρέποντας έτσι να υλοποιηθούν διαμέσου ενός ισχυρότερου Συστήματος Εμπορίας Ρύπων ( ETS) και όχι με τη συνέχιση των δαπανηρών εθνικών επιδοτήσεων». Η Eurelectric καλεί τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών να υποστηρίξουν τις προτάσεις τη Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Να σημειωθεί ότι οι Επιτροπές Περιβάλλοντος και Ενέργειας του Ευρωκοινοβουλίου στο ψήφισμα που ενέκριναν στις 9 Ιανουαρίου προτείνουν μείωση κατά 40% των εκπομπών CO2, αύξηση κατά 30% των ΑΠΕ και ενίσχυση κατά 40% της ενεργειακής αποδοτικότητας. Το ψήφισμα αυτό θα έρθει προς έγκριση από την Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου στις 3-6 Φεβρουαρίου. Οι προτάσεις της Κομισιόν συμπαρατάσσονται μόνον ως προς το στόχο της μείωσης των εκπομπών ρύπων, ενώ για τις ΑΠΕ θέτουν μικρότερο στόχο.

Η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 40%, στόχο που ο κ. Μπαρόζο χαρακτήρισε «φιλόδοξο μεν, αλλά υλοποιήσιμο δε», κουμπώνει με τις πιέσεις της Αγγλίας, η οποία ήθελε εξαρχής δεσμευτικό στόχο μόνον γι αυτό το κομμάτι και όχι για τις ΑΠΕ, καθώς ετοιμάζεται να κάνει άνοιγμα στην πυρηνική ενέργεια, διευκολύνοντας επίσης και την εξόρυξη shale gas. Ένας τόσο μεγάλος στόχος για τη μείωση των ρύπων εκτιμάται ότι δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνον με τις ΑΠΕ και τη μείωση της διείσδυσης τους ενόψει του 2030, αλλά ενδεχομένως και με την ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας από όποιο κράτος-μέλος επιθυμεί, η οποία μπορεί μεν να έχει μηδενικούς ρύπους, ωστόσο, ενέχει κινδύνους για την ασφάλεια του περιβάλλοντος.

Από την άλλη πλευρά, η μεγάλη, ως τώρα, διείσδυση των ΑΠΕ έχει αποδειχθεί κοστοβόρα και ακριβή για τους καταναλωτές, αλλά και τη βιομηχανία, και παράλληλα εκτοπίζει παραδοσιακές θερμικές μονάδες παραγωγής. Η Κομισιόν αναδεικνύει ως μέγιστη προτεραιότητα την αναγέννηση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, επικαλούμενη νούμερα που καταδεικνύουν τη μείωση της ανταγωνιστικότητας της έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας. Πιο συγκεκριμένα, με βάση μελέτη της, οι τιμές του φυσικού αερίου που πληρώνει η βιομηχανία είναι 3-4 φορές υψηλότερες σε σχέση με τις ΗΠΑ, την Ινδία και τη Ρωσία, 12% μεγαλύτερες από την Κίνα, στα ίδια επίπεδα με τη Βραζιλία, αλλά χαμηλότερες από της Ιαπωνίας.

Σε ό,τι αφορά το ηλεκτρικό ρεύμα, οι τιμές στην Ευρώπη προ φόρων είναι υπερδιπλάσιες σε σχέση με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, κατά 20% ακριβότερες από την Κίνα και κατά 20% φθηνότερες από την Ιαπωνία.

Ανάμεσα στα έτη 2008 και 2012 οι λιανικές τιμές του ηλεκτρισμού για τα νοικοκυριά αυξάνονταν με ρυθμό 4% ετησίως και του φυσικού αερίου κατά 3% ετησίως. Το αντίστοιχο ποσοστό για το φυσικό αέριο που κατανάλωνε η βιομηχανία αύξανε στο ίδιο διάστημα κατά 3,5% ετησίως. Το 2012 η Ε.Ε. πλήρωσε 500 δισ. ευρώ για εισαγωγές ενέργειας.

Η βιομηχανία σήμερα αντιπροσωπεύει το 15,1% του ΑΕΠ της Ε.Ε. (στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι 12%), ενώ ο στόχος να φθάσει στο 20% έως το 2020 εκτιμάται ότι δεν μπορεί να επιτευχθεί με τις υφιστάμενες πολιτικές. Την τελευταία 10ετία οι επενδύσεις στην Ε.Ε. έχουν μειωθεί κατά 350 δισ. ευρώ.

Για τους λόγους αυτούς ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Antonio Tajani, αρμόδιος για τη βιομηχανία και την επιχειρηματικότητα, επισήμανε την ανάγκη η βιομηχανική ανταγωνιστικότητα να βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής ατζέντας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον ερχόμενο Μάρτιο. «Με τη σημερινή πρωτοβουλία (σ.σ. το πακέτο της Κομισιόν) η Επιτροπή στέλνει ένα σαφές μήνυμα ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη για αναβιομηχάνιση και εκσυγχρονισμό της οικονομίας μας, εάν θέλουμε να δημιουργήσουμε νέες θέσεις εργασίας», τόνισε ο ίδιος.