Στις 28 Ιουνίου 1914 οι τηλέγραφοι διέδιδαν την είδηση για τον βίαιο θάνατο του διαδόχου του αυστριακού θρόνου στο Σεράγεβο. Πέντε εβδομάδες αργότερα ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Στη συλλογική μας μνήμη το γεγονός αυτό έχει, σε μεγάλο βαθμό, επισκιαστεί από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στις 28 Ιουνίου 1914 οι τηλέγραφοι διέδιδαν την είδηση για τον βίαιο θάνατο του διαδόχου του αυστριακού θρόνου στο Σεράγεβο. Πέντε εβδομάδες αργότερα ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Στη συλλογική μας μνήμη το γεγονός αυτό έχει, σε μεγάλο βαθμό, επισκιαστεί από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πολλοί, όμως, από τους γείτονές μας που είδαν στα εδάφη τους αιματηρές μάχες και φριχτούς θανάτους στα χαρακώματα, έχουν ανεξίτηλα χαραγμένο στη μνήμη τους τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο· οι Γάλλοι τον αποκαλούν «ο Μεγάλος Πόλεμος». Και σύμφωνα με τον George Kennan, σε αυτόν έγκειται η «πρωταρχική καταστροφή» του εικοστού αιώνα.

Η ιστορία εκείνων των πέντε εβδομάδων που μεσολάβησαν ανάμεσα στη δολοφονική επίθεση σε μια ταραγμένη παραμεθόριο περιοχή της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και την έκρηξη του πολέμου μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης έχει περιγραφεί συχνά. Πολυάριθμες μελέτες δημοσιεύτηκαν με την ευκαιρία της εκατοστής επετείου της καταστροφής. Μελέτες που επιχειρούν να καταστήσουν καταληπτό το ακατάληπτο. Αποτυπώνουν ενδελεχώς τους υπολογισμούς των πρωταγωνιστών στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, τις επιπόλαιες προβλέψεις για μια γρήγορη και επιτυχή εκστρατεία, την παράτολμη πολεμική στοχοθεσία, τις λανθασμένες εκτιμήσεις ως προς τη συμπεριφορά των αντιπάλων, αλλά και των ίδιων των εταίρων.

Η ιστορία της έκρηξης του πολέμου πριν από εκατό χρόνια, η κατάρρευση της εύθραυστης ισορροπίας των ευρωπαϊκών δυνάμεων το καλοκαίρι του 1914 είναι η εντυπωσιακή όσο και θλιβερή ιστορία της αποτυχίας των ελίτ, των στρατιωτικών, αλλά και της διπλωματίας. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τις μοιραίες εκείνες ημέρες του Ιουλίου του 1914. Οι σχέσεις μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων της ηπείρου και των ηγεμονικών τους οίκων, με τους πολλαπλούς, συχνά συγγενικούς δεσμούς τους, στηρίζονταν πλέον σε σαθρές βάσεις, πριν ακόμη πάρει τον δρόμο της η ολέθρια αλληλουχία λανθασμένων πολιτικών εκτιμήσεων και στρατιωτικών επιστρατεύσεων. Στην Ευρώπη των αρχών του εικοστού αιώνα, της περίπλοκης αλληλοσύνδεσης, όπου οι εθνικές οικονομίες βίωναν μια πρώιμη παγκοσμιοποίηση, η θεώρηση των πραγμάτων στο συνέδριο της Βιέννης είχε, πλέον, αποδειχτεί ανεπαρκής. Η εξωτερική πολιτική της εποχής εκείνης δεν διέθετε ούτε τη βούληση ούτε και τα εργαλεία για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης και την ειρηνική εξισορρόπηση συμφερόντων. Τη χαρακτήριζε η βαθιά αμοιβαία δυσπιστία, εμπιστευόταν τα μέσα της μυστικής διπλωματίας και δεν δίσταζε να επιδίδεται σε ανταγωνισμό για εξουσία εις βάρος τρίτων. Δεν ανέδειξε βιώσιμους θεσμούς προς διευθέτηση των διαφορών διά της οδού των διαπραγματεύσεων.

Οι παρανοήσεις και η έλλειψη πολιτικής διορατικότητας που επικρατούσε σε όλα τα επίπεδα, γεγονός που αποκαλύπτεται ξεκάθαρα στα αρχεία των εμπόλεμων μερών, δεν αποτελεί λόγο για την εκ μέρους της Γερμανίας σχετικοποίηση της αποτυχίας της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής το διάστημα εκείνων των ολέθριων εβδομάδων. Αντί της αποκλιμάκωσης και της επίδειξης κατανόησης, στο Βερολίνο επικράτησε η όξυνση. Δεκαεπτά εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου τη ζωή τους σε ολόκληρο τον κόσμο, αμέτρητοι ήταν εκείνοι που υπέφεραν, φέροντας βαθιά σημάδια για όλη τους τη ζωή.

Είναι ευτυχές το γεγονός ότι σήμερα είναι αδιανόητη η έκρηξη ενός πολέμου στην καρδιά της Ευρώπης. Στη θέση μιας διαρκώς επισφαλούς ισορροπίας εναλλασσόμενων συμμαχιών μεταξύ των κρατών που χαρακτήριζε την ήπειρό μας πριν από εκατό χρόνια, εγκαθιδρύσαμε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μια ευρωπαϊκή κοινότητα δικαίου. Η Ευρωπαϊκή Ενωση μας έδωσε τη δυνατότητα να επιλύουμε ειρηνικά τις αποκλίσεις συμφερόντων μας. Το δίκαιο του ισχυρού αντικαταστάθηκε από την ισχύ του δικαίου μεταξύ Ευρωπαίων. Για κάποιους, η αναζήτηση συμβιβασμού στο κοινό τραπέζι των διαπραγματεύσεων στις Βρυξέλλες είναι μια υπερβολικά κοπιαστική, υπερβολικά παρατεταμένη, υπερβολικά αργή υπόθεση. Η φετινή επέτειος μας υπενθυμίζει πως είναι αναγκαίο να έχουμε συνεχώς συναίσθηση του πολιτισμικού επιτεύγματος που συνεπάγεται το γεγονός ότι μικρά και μεγάλα κράτη-μέλη, αντίπαλοι κατά το παρελθόν, αγωνίζονται νύχτες ολόκληρες, ειρηνικά και πολιτισμένα, για να βρουν κοινές λύσεις.

Η απώλεια εμπιστοσύνης απέναντι στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα που επήλθε με την ευρωπαϊκή οικονομική κρίση, κυρίως από τη νέα γενιά που πλήττεται από την ανεργία και την έλλειψη προοπτικής για το μέλλον σε μεγάλα τμήματα της Ε.Ε., εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα είναι εύκολο να επανέλθουν οι εθνικιστικές ρητορικές κορώνες, συντονισμένες στην εύληπτη μελωδία της κριτικής απέναντι στην Ευρώπη. Εχοντας κατά νου την Ιστορία, οφείλουμε να αντιταχθούμε σε αυτές τις τάσεις.

Σε πολλές περιοχές του κόσμου το εύθραυστο σύστημα της ισορροπίας δυνάμεων μέχρι σήμερα ακόμη δεν έχει ξεπεραστεί. Είκοσι πέντε χρόνια μετά την πτώση του Τείχους υπάρχουν πολυάριθμες εστίες κρίσεων. Στην Μέση Ανατολή και σε τμήματα της Αφρικής λείπει μια σταθερή περιφερειακή αρχιτεκτονική της ασφάλειας. Στην Ανατολική Ασία οι εθνικιστικές τάσεις και οι ανταγωνιστικές φιλοδοξίες απειλούν να διακυβεύσουν την ειρήνη και τη σταθερότητα πέρα από τα γεωγραφικά όρια της περιοχής.

Η έκρηξη του πολέμου το 1914 έδωσε τέλος στην πρώτη παγκοσμιοποίηση. Το πλέγμα των δεσμών μεταξύ των εθνικών οικονομιών και των πολιτισμών της Ευρώπης ήταν τόσο πυκνό, ώστε ένας πόλεμος φάνταζε αδύνατος, παράλογος. Και όμως ξέσπασε. Σήμερα ο κόσμος μας είναι περισσότερο δικτυωμένος παρά ποτέ. Αυτό ανοίγει πολλές ευκαιρίες, δημιουργεί ευημερία και παρέχει ελευθερίες. Και, ωστόσο, ο κόσμος μας είναι ευάλωτος, με πολλά σημεία τριβής και σύγκρουση συμφερόντων. Σώφρων εξωτερική πολιτική και διπλωματική δεξιότητα είναι στον σημερινό μας κόσμο πιο σημαντική παρά ποτέ. Η ψύχραιμη θεώρηση όχι μόνον των δικών μας συμφερόντων αλλά και των συμφερόντων των γειτόνων και των εταίρων, η ανάληψη υπεύθυνης δράσης και ο νηφάλιος συνυπολογισμός των συνεπειών είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της ειρήνης. Η αποφυγή υπερβολικά γρήγορης υιοθέτησης απόψεων και η επανειλημμένη διερεύνηση των περιθωρίων για συμβιβασμό είναι οι δύο θεμελιώδεις αρχές έξυπνης διπλωματίας. Το 1914 μας προσφέρει μια πλούσια εικόνα για το πού οδηγούμαστε εάν τις αγνοήσουμε. Ηταν, άραγε, αναπόφευκτο η κρίση του Ιουλίου να οδηγήσει στην καταστροφή τότε; Μάλλον όχι. Εκείνη την εποχή, ωστόσο, τα πάθη και η υποτιθέμενη τόλμη είχαν μεγαλύτερη βαρύτητα από το θάρρος για την επίπονη εξισορρόπηση συμφερόντων. Μπορούμε να αποκλείσουμε ότι κάτι αντίστοιχο θα μπορούσε να επαναληφθεί και σήμερα; Αυτό εναπόκειται καθαρά σε εμάς που φέρουμε σήμερα την ευθύνη και εξαρτάται από τα διδάγματα που αντλούμε από την Ιστορία.

* Ο κ. Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ είναι υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στη Frankfurter Allgemeine Zeitung.

(από την εφημερίδα "Καθημερινή")