Η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στον 21ο αιώνα όσον αφορά τη Μέση Ανατολή φαίνεται να έχει «κολλήσει» σε δύο ταχύτητες. Από τη μια η πλήρης εμπλοκή που εκπροσώπευε η κυβέρνηση Μπους και από την άλλη η πλήρης απουσία που αποτελεί σήμα-κατατεθέν της κυβέρνησης Ομπάμα. Αργά η γρήγορα, η υπερδύναμη θα πρέπει να βρει μια ισορροπία ανάμεσα στις δύο αυτές τάσεις, αλλά και να αναγνωρίσει τις σκληρές πραγματικότητες της Μέσης Ανατολής, οι οποίες παραμένουν υπαρκτές και επηρεάζουν τα γεωπολιτικά δρώμενα.

Η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στον 21ο αιώνα όσον αφορά τη Μέση Ανατολή φαίνεται να έχει «κολλήσει» σε δύο ταχύτητες. Από τη μια η πλήρης εμπλοκή που εκπροσώπευε η κυβέρνηση Μπους και από την άλλη η πλήρης απουσία που αποτελεί σήμα-κατατεθέν της κυβέρνησης Ομπάμα. Αργά η γρήγορα, η υπερδύναμη θα πρέπει να βρει μια ισορροπία ανάμεσα στις δύο αυτές τάσεις, αλλά και να αναγνωρίσει τις σκληρές πραγματικότητες της Μέσης Ανατολής, οι οποίες παραμένουν υπαρκτές και επηρεάζουν τα γεωπολιτικά δρώμενα.

 

Η εισβολή των ΗΠΑ σε Ιράκ και Αφγανιστάν τα προηγούμενα χρόνια οδήγησε σε μια νέα αντιαμερικανική έκρηξη, καθώς πάμπολλες ισλαμικές ένοπλες ομάδες απέκτησαν νέα ερείσματα στον αραβικό κόσμο με σύνθημα τον «σατανά» Μπους. Στη συνέχεια, τα οκτώ χρόνια προεδρίας του Ομπάμα και η ουσιαστική απουσία των ΗΠΑ από τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή έχουν ενδιαφέρον διότι δίνουν την ευκαιρία να τονιστούν οι υπόλοιποι παράγοντες που επηρεάζουν τα γεγονότα και την πολιτική της περιοχής, όπως δηλαδή οι ενδο-ισλαμικές κόντρες, το χαμηλό βιοτικό επίπεδο, η ενέργεια και φυσικά οι συνεχείς αλλαγές πλεύσης που χαρακτηρίζουν τους παίκτες, μικρούς και μεγάλους, κυβερνητικούς ή μη.

 

Εν μέσω του χάους που επικρατεί σήμερα σε χώρες όπως η Συρία και η Λιβύη, αλλά και της γενικότερης αποσταθεροποίησης κρατών όπως το Ιράκ και η Αίγυπτος, η δεξιά πτέρυγα στις ΗΠΑ βρήκε έρεισμα για να κατηγορήσει τον Μπαράκ Ομπάμα για δειλία και έλλειψη πρωτοβουλίας στην εξωτερική του πολιτική. Ο ίδιος φαίνεται αποφασισμένος να προχωρήσει σε αυτό το μοτίβο μέχρι το 2016, ενώ έλαβε και αποφάσεις που περιορίζουν σημαντικά το μέγεθος της αμερικανικής στρατιωτικής δύναμης. Το κυρίαρχο σύνθημα για τις ΗΠΑ πλέον είναι αφενός η περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού γεωπολιτικά και αφετέρου η έμφαση στην υψηλή τεχνολογία και στα χειρουργικά χτυπήματα στρατιωτικά.

 

Είναι άραγε λογικό να περιμένουμε μια επιστροφή των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή με πιθανές στρατιωτικές επεμβάσεις στο μέλλον μετά το 2016;

 

Το πρόσωπο-κλειδί σε όλα αυτά είναι μάλλον η Χίλαρι Κλίντον, η οποία σήμερα προηγείται στις δημοσκοπήσεις για να αναλάβει την προεδρία στις επόμενες εκλογές. Με την προϋπόθεση ότι όντως κερδίσει, αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στα πεπραγμένα της σε ότι αφορά την εξωτερική πολιτική.

 

Η Κλίντον διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών στα πρώτα χρόνια της κυβέρνησης Ομπάμα και συνεργάστηκε 100% με την επιλογή του προέδρου για απόσυρση από Αφγανιστάν-Ιράκ και για έλεγχο των εξελίξεων από μακριά. Η υπουργία της στιγματίστηκε από το φιάσκο της Βεγγάζης το 2012, αλλά η ίδια πήρε σημαντικό «παράσημο» σε επικοινωνιακό επίπεδο όταν οι ειδικές δυνάμεις σκότωσαν τον Οσάμα Μπιν Λάντεν το 2011.

 

Τώρα πλέον, η Κλίντον γνωρίζει ότι οι ρεπουμπλικάνοι θα χρησιμοποιήσουν τις (αληθινές ή μη) αποτυχίες του Ομπάμα εναντίον της στην προεκλογική εκστρατεία σε ότι αφορά τη Μέση Ανατολή, την Αραβική Άνοιξη και την απομείωση της αμερικανικής επιρροής και παρουσίας στην περιοχή αυτή. Δεδομένου του ότι οι Δημοκρατικοί υπερισχύουν στις ΗΠΑ στα περισσότερα άλλα θέματα της επικαιρότητας, οι Ρεπουμπλικάνοι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να «τιμωρήσουν» τους αντιπάλους τους στο στίβο της εξωτερικής πολιτικής. Η Κλίντον, λοιπόν, θέλει να υψώσει από νωρίς μια ασπίδα απέναντί τους και για αυτό το λόγο επιλέγει πλέον να γίνει περισσότερο «γεράκι» από ότι πριν. Σε αυτό το μήκος κύματος έκανε τις προάλλες μια βαρύγδουπη δήλωση με την οποία παρομοίαζε τον Πούτιν με τον Χίτλερ για την επέμβαση στην Κριμαία. Στη συνέχεια προέβη σε διευκρινίσεις, αλλά πέρασε το μήνυμά της για τα καλά.

 

Έχουμε λοιπόν λόγους για να πιστεύουμε ότι η Κλίντον θα ακολουθήσει μια πιο «γερακίσια» και πιο παλαιάς κοπής πολιτική σε ότι αφορά τη Μέση Ανατολή. Μπορεί οι εισαγωγές πετρελαίου από τη Σαουδική Αραβία να μην έχουν πλέον τόση σημασία όσο στο παρελθόν λόγω της αμερικανικής σχιστολιθικής επανάστασης, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ θα ανεχτούν να αυξηθεί η επιρροή άλλων παικτών στον αραβικό κόσμο, όπως της Ρωσίας. Να σημειώσουμε ότι τα τελευταία χρόνια οι πωλήσεις όπλων της Μόσχας στις αραβικές χώρες έχουν αυξηθεί κατακόρυφα, ενώ κατάφερε να διατηρήσει και τον Ασάντ στην εξουσία, κλέβοντας την παράσταση από τους Αμερικάνους σε ότι αφορά τον διπλωματικό χειρισμό του θέματος.

 

Στα παραπάνω θα πρέπει να σημειώσουμε και μια πιο «συνομωσιολογική» παράμετρο: Η προηγούμενη εμπειρία έχει δείξει ότι το αμυντικό λόμπι των ΗΠΑ χρειάζεται στρατιωτικές παρεμβάσεις κάθε μερικά χρόνια προκειμένου να στηριχθεί και να παραμείνει κραταιό. Το 2016 θα έχουν περάσει αρκετά έτη από την τελευταία φορά που η Αμερική επέλεξε να προχωρήσει σε μια ευρείας κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση και κατ’ επέκταση το λεγόμενο « military- industrial complex» θα διψάει για αίμα. Η επιρροή του στην Ουάσιγκτον είναι αναμφισβήτητη και οι πρωτοβουλίες του Ομπάμα για επενδύσεις σε ρομποτικά στρατιωτικά συστήματα δεν αρκούν για να το ικανοποιήσουν σε οικονομικούς όρους.

 

Αυτό που απομένει, λοιπόν, είναι να δούμε ποια περιοχή του πλανήτη θα ήταν πιο πρόσφορη για τέτοιου είδους ενέργειες, εφόσον βέβαια επιβεβαιωθεί η πρόβλεψή μας για μια πρόεδρο-γεράκι. Η ανατολική Ευρώπη μάλλον είναι εκτός ορίων λόγω της αντίδρασης του Πούτιν, όπως και η ΝΑ Ασία λόγω της Κίνας. Αντιθέτως, η γεωπολιτική μαύρη τρύπα της Μέσης Ανατολής προσφέρεται περισσότερο αν μη τι άλλο επειδή τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν πολύ χειρότερα από ότι είναι ήδη. Οι ΗΠΑ θα χρειαστεί να δομήσουν νέες συμμαχίες στην περιοχή στα επόμενα χρόνια και να εφαρμόσουν μια νέα πολιτική σε ότι αφορά τους Σαουδάραβες, την ισλαμική απειλή, τα πετρέλαια και τα υπόλοιπα παραδοσιακά ζητήματα που συνεχίζουν να είναι επίκαιρα. Μια πολιτική σαφώς πιο έξυπνη και ευέλικτη από αυτή του Μπους, αλλά ταυτόχρονα πιο δραστήρια από αυτή του Ομπάμα.