Για τον δυτικό ηγέτη που καλείται διαπραγματευτεί το μέλλον μικρότερων χωρών στην κεντρική ή ανατολική Ευρώπη υπάρχουν δύο πικρά ιστορικά παραδείγματα: η συμφωνία του Μονάχου το 1938 και η συμφωνία της Γιάλτας το 1945.

Για τον δυτικό ηγέτη που καλείται διαπραγματευτεί το μέλλον μικρότερων χωρών στην κεντρική ή ανατολική Ευρώπη υπάρχουν δύο πικρά ιστορικά παραδείγματα: η συμφωνία του Μονάχου το 1938 και η συμφωνία της Γιάλτας το 1945. Στο Μόναχο, οι Γάλλοι και οι Βρετανοί συμφώνησαν με το αίτημα του Αδόλφου Χίτλερ για προσάρτηση της Τσεχοσλοβακίας – χωρίς τη συμμετοχή της τσέχικης κυβέρνησης, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στις συζητήσεις. Στη Γιάλτα, οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί έκαναν μία συμφωνία με τον Στάλιν που de facto δεχόταν τη σοβιετική κυριαρχία στη μεταπολεμική Πολωνία και σε άλλες χώρες υπό ρωσική κατάκτηση – και πάλι χωρίς τη συμμετοχή των άμεσα ενδιαφερόμενων.

Αυτά τα παραδείγματα – και κυρίως εκείνο του Μονάχου – προβληματίζουν έντονα τους ηγέτες της Δύσης στην προσπάθειά τους να χαρτογραφήσουν έναν δρόμο για την Ουκρανία. «Δεν θα δεχθούμε έναν δρόμο όπουη νόμιμη κυβέρνηση της Ουκρανίας δεν θα προσκληθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων» δήλωσε ο Τζον Κέρι, υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, ολοκληρώνοντας τις διαπραγματεύσεις με τον Ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Λαβρόφ.

Ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, τη Δευτέρα, συνέκρινε το επιχείρημα του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν ότι ενεργεί για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ρωσόφωνων στην Ουκρανίαμε το επιχείρημα του Χίτλερότι ενεργούσε για να υπερασπιστεί τα δικαιώματα των κατοίκων γερμανικής καταγωγής στην Τσεχοσλοβακία. Ο παραλληλισμός έγινε και από την προκάτοχο του Τζον Κέρι,Χίλαρι Κλίντον.

Παρ' όλα αυτά, καθώς ο Τ. Κέρι δεσμεύθηκε να μη συνάψει συμφωνίες με τους επικεφαλής των Ουκρανών, τελικά διαπραγματεύθηκε απευθείας με τους Ρώσους, χωρίς να υπάρχει εκπρόσωπος των Ουκρανών στην αίθουσα.

Η πραγματικότητα είναι πως εάν επιτευχθεί τελικά συμφωνία Κέρι – Λαβρόφ που θα αναγνωρίζει το αίτημα της Ρωσίας για ένα ομοσπονδιακό σύστημα στην Ουκρανία και θα εξασφαλίζει τους ρωσόφωνους της περιοχής, τότε η κυβέρνηση του Κιέβου θα δεχθεί τεράστιες πιέσεις να την αποδεχθεί.

Μήπως λοιπόν οι Αμερικανοίπαραβιάζουν κρίσιμες αρχέςσυζητώντας το μέλλον της Ουκρανίας σε διμερείς επαφές με τη Ρωσία; Ή μήπως είναι αναπόφευκτο, εάν όχι αναγκαίο, να υπάρξει κάποια διαπραγμάτευση μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ;

Η ζοφερή πραγματικότητα είναι πως, ως έχει η κατάσταση, είναι προς το συμφέρον τόσο της Δύσης όσο και της Ουκρανίας να γίνουν οι διαπραγματεύσεις με τους Ρώσους. Για να κατανοήσει κανείς το γιατί, χρειάζεται να δει το εναλλακτικό σενάριο. Αυτήν τη στιγμή, χιλιάδες Ρώσοι στρατιώτες έχουν συγκεντρωθεί στα ανατολικά σύνορα της Ουκρανίας. Οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν θα πάνε σε πόλεμο για την Ουκρανία. Με αυτό το δεδομένο, ενδεχόμενη άρνηση στη διαπραγμάτευση με τη Μόσχα πιθανότατα θα ερμηνευθεί ως επίδειξη αδιαφορίας και όχι ως επίδειξη ισχύος. Τελικά θα ενθαρρυνόταν ηστρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας, η οποία θα είχε τραγικές επιπτώσεις για όλους όσοι εμπλέκονται.

Παρ' όλα αυτά, εάν πρόκειται να διεξαχθούν νέοι γύροι διαπραγματεύσεων με τους Ρώσους, θα είναι κρίσιμο να μην αποτελέσουν απλώς φύλλο συκής για συνθηκολόγηση όπως εκείνη του Μονάχου. Ευτυχώς, αν και η Δύση έχει καταστήσει σαφές ότι δεν θα πολεμήσει για την Ουκρανία, εξακολουθεί να έχει σημαντικούς μοχλούς πιέσεων στη Ρωσία. Εάν είναι να χρησιμοποιηθούν όμως, ας γίνει για να προστατευθούν οι αρχές που μπορεί να υπερασπιστεί η Δύση, τόσο ηθικά όσο και με βάση τους πόρους που θα μπορέσειαξιόπιστα να απειλήσει ότι θα αναπτύξει.

Ποιες θα πρέπει λοιπόν να είναι αυτές οι αρχές;

  1. Πρώτον είναι σαφές ότι οι Ρώσοι θα ήθελαν από τη Δύση να αποδεχθεί την προσάρτηση της Κριμαίας ως γεγονός – και να προχωρήσει η συζήτηση για την υπόλοιπη Ουκρανία. Η Δύση όμως, θα πρέπει να απορρίψει αυτήν την ιδέα – στάση που παράλληλα θα αποτελούσε σαφή διαφοροποίηση από όσα έγιναν στο Μόναχο, όπου η Βρετανία και η Γαλλία υπέγραψαν την προσάρτηση της Σουδητίας. Το κόστος θα είναι σημαντικό για το Κρεμλίνο εάν δεν αναγνωριστεί η νομική ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσία. Η Κριμαία, από πλευράς εξωτερικού εμπορίου και επενδύσεων, θα γίνειμαύρη τρύπακαι θα αποτελέσει σημαντικό βάρος για τους ρωσικούς πόρους.
  2. Η δεύτερη αρχή είναι να καταστεί σαφές ότι οποιαδήποτε στρατιωτική κίνηση της Ρωσίας προς την ανατολική Ουκρανία θα οδηγήσει σεολοκληρωτική ρήξητης οικονομικής σχέσης που διατηρεί η Δύση με τη Ρωσία. Η Ε.Ε. ήδη εξετάζει την πιθανότητα νέων κυρώσεων. Θα πρέπει να διατυπωθούν το συντομότερο δυνατό η φύση και το εύρος αυτών των μέτρων και σίγουρα θα πρέπει να ξεπερνούν τις εκτιμήσεις της Μόσχας.
  3. Τέλος, θα πρέπει να τονιστεί ότι η Μόσχα δεν μπορεί να απαιτεί αλλαγές στα Συντάγματα των γειτονικών της κρατών. Δημιουργείταιπολύ επικίνδυνο προηγούμενοπου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.

Πέρα από αυτές τις αρχές ωστόσο, θα πρέπει να υπάρχουν περιθώρια διαπραγμάτευσης άλλων ρωσικών προτάσεων, όπως αυτή για μία ομόσπονδη Ουκρανία, για εγγυήσεις στους ρωσόφωνους και για διαβεβαιώσεις ότι η ανεξάρτητη Ουκρανία δεν θα γίνει μέλος του ΝΑΤΟ και δεν θα έχει τέτοια σχέση με την Ε.Ε. που θα μπορούσε να πλήξει τα ρωσικά συμφέροντα.

Σε όποια συμφωνία κι αν καταλήξουν οι Ρώσοι και οι Αμερικανοί, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν μπορεί απλώς να επιβληθεί στην ουκρανική κυβέρνηση του Κιέβου – τόσο για λόγους αρχής όσο και επειδή οι πολιτικοί της Ουκρανίας παραμένουν ανεξάρτητοι παίκτες. Είναι δεδομένο ότι οποιαδήποτε ανεπίσημη ρωσοαμερικανική πρόταση για την Ουκρανία δεν θα συνοδεύεται από δυτική στρατιωτική εγγύηση ή από οποιαδήποτε εγγύηση ότι η Μόσχα θα σεβαστεί τη συμφωνία. Κατά συνέπεια, η κυβέρνηση του Κιέβου δικαίως θα είναι ύποπτη.Δυστυχώς όμως, ουδείς προσφέρει εγγυήσεις ασφάλειας και ευημερίας ελβετικών προτύπων.

Για την πολιορκημένη Ουκρανία, η καλή προοπτική που υπάρχει επί τάπητος αυτήν τη στιγμή, ίσως να μην είναι άλλη από μία συμφωνία Ρωσίας - ΗΠΑ που να στηρίζεται στην απειλή οικονομικής απομόνωσης της Ρωσίας σε περίπτωση παραβίασης. Εάν η συμφωνία κρατήσει, τότε η Ουκρανία μπορεί να κερδίσει τον χρόνο που χρειάζεται για να χτίσει ένα πραγματικά ανεξάρτητο κράτος.

(www.euro2day.gr)