Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα τελευταία 5-8 χρόνια η παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου από μη συμβατικά κοιτάσματα σε ΗΠΑ και Καναδά έχει αυξηθεί σε πρωτόγνωρα επίπεδα, έτσι που σχεδόν το 80% της νέας παραγωγής υδρογονανθράκων στη Βόρειο Αμερική να προέρχεται από αυτά.
Όμως παρά τις υψηλές προσδοκίες που έχει δημιουργήσει για την ενεργειακή απεξάρτηση της Δύσης η λεγόμενη <<σχιστολιθική επανάσταση>>, όπως έχει γίνει γνωστή η άντληση υδρογονανθράκων από τα σχιστολιθικά πετρώματα, ενδέχεται να προσκρούσει όχι μόνο στις φωνές που διαμαρτύρονται για τον αντίκτυπό της στο περιβάλλον αλλά κυρίως στα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εταιρίες του κλάδου.
Πρόσφατη έρευνα του Bloomberg φέρει σημαντικό μέρος των εταιριών του κλάδου να αντιμετωπίζει προβλήματα υπερχρέωσης, αφ’ενός επειδή είναι εξαιρετικά δαπανηρή η μέθοδος της υδραυλικής ρηγμάτωσης με την οποία αποσπώνται οι υδρογονάνθρακες από τα πετρώματα, με αποτέλεσμα να τις εξωθεί σε υψηλό δανεισμό, και αφ’ ετέρου επειδή τα κοιτάσματα εντός σχιστολιθικών πετρωμάτων εξαντλούνται πολύ πιο γρήγορα από τις συμβατικές εξορύξεις και σχεδόν απότομα, οδηγώντας αιφνιδιαστικά τα έσοδά τους σε συρρίκνωση.
Η άντληση μη συμβατικών υδρογονανθράκων είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί η παραγωγή πετρελαίου στις ΗΠΑ κατά περίπου 18% φτάνοντας στα υψηλότερα επίπεδα από το 1986. Σήμερα φτάνει στα 8,4 εκατ. βαρέλια την ημέρα με έτσι που οι ΗΠΑ να καλύπτουν από την εγχώρια παραγωγή τους τουλάχιστον το 86% των ενεργειακών τους αναγκών που ανέρχονται σε περίπου 15,6 εκατ. ισοδύναμα βαρέλια πετρελαίου την ημέρα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ) σε δύο χρόνια οι ΗΠΑ θα έχουν υπερβει τη Σαουδική Αραβία σε παραγωγή πετρελαίου. Έχει, άλλωστε, πειστεί το ίδιο το κράτος να προχωρήσει σε χαλάρωση της απαγόρευσης εξαγωγών του αμερικάνικου πετρελαίου που ισχύει από τη δεκαετία του 1970 και την πρώτη πετρελαϊκή κρίση. Ορισμένοι αναλυτές έχουν, έτσι, σπεύσει να προβλέψουν αλλαγή του ενεργειακού χάρτη, με τις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες της Μέσης Ανατολής να χάνουν το στρατηγικό βάρος τους και τη Ρωσία να πλήττεται οικονομικά, εάν και εφ’ όσον οι ΗΠΑ εξάγουν τους υδρογονάνθρακές τους στη δική τους πελατεία, ρίχνοντας, κάτι που θα εξαρτηθεί από τις επικρατούσες τότε τιμές.
Δεν αποκλείεται, όμως, το σενάριο να αποδειχθεί κάπως επιπόλαιο καθώς τους τελευταίους μήνες ορισμένες εταιρείες του κλάδου, κυρίως οι μικρότερες και εκείνες που προσφάτως έχουν μπει στην αγορά, αναγκάζονται είτε να εγκαταλείπουν τον κλάδο εντελώς είτε να προχωρούν σε αποεπενδύσεις. Οι υπερχρεωμένες πετρελαϊκές που έχουν εμπλακεί στην πολυδάπανη αυτή διαδικασία φτάνουν να καταβάλλουν το 10% ή ακόμη και πάνω από το 20% των εσόδων τους στους τόκους των δανείων τους. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της
Forest
Oil, καθώς το πρώτο τρίμηνο του 2014 κατέβαλε για τόκους το 27% των εσόδων της και παρουσίασε απογοητευτικά αποτελέσματα τον Φεβρουάριο, με αποτέλεσμα να προειδοποιήσει πως ενδέχεται είτε να μην αποπληρώσει τα χρέη της είτε να προχωρήσει σε αποεπενδύσεις. Εξίσου αντιπροσωπευτική του προβλήματος είναι η περίπτωση της
Zaza
Energy
Corp
που μπήκε στον κλαδο μέσω της κοινοπραξίας της με τη
Hess
Corp
και δραστηριοποιείται στα σχιστολιθικά κοιτάσματα στο Νότιο Τέξας. Το πρώτο τρίμηνο τα έσοδά της ήταν μικρότερα από τους τόκους που κλήθηκε να καταβάλλει.
Ακόμη και εταιρίες κολοσσοί όπως η
Royal
Dutch
Shell
στο πλαίσιο του προγράμματος αποεπενδύσεων που εφαρμόζει, έχει ανακοινώσει εδώ και μήνες ότι αναθεωρεί τη στρατηγική της σε ό,τι αφορά τις δραστηριότητές της στην άντληση σχιστολιθικών υδρογονανθράκων καθώς αυτές παρουσιάζουν ζημιές. Από το Σεπτέμβριο του περασμένου έτους, άλλωστε, έχει ανακοινώσει ότι θα πουλήσει τις εγκαταστάσεις της στις περιοχές Ιγκλ Φόρντ και Μισισίπι Λάιμ στις ΗΠΑ, όπου δραστηριοποιήθηκε πρόσφατα στην άντληση μη συμβατικού πετρελαίου.
Η επιτυχία που έχουν σημειώσει οι ΗΠΑ και ο Καναδάς στην άντληση εγκλωβισμένων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στα σχιστολιθικά πετρώματα της
North
Dakota,
Texas,
Alberta
και τη
British
Columbia
δεν άφησαν αδιάφορη τη Ρωσία, η οποία απ’ ότι δείχνουν οι πρόσφατες κινήσεις της φιλοδοξεί να μιμηθεί το παράδειγμα της Αμερικής. Αυτό προδίδει τουλάχιστον η μία από τις 12 συμφωνίες που υπέγραψε προ ημερών ο ρωσικός ενεργειακός κολοσσός
Rosneft. Πρόκειται για συμφωνία με τη βρετανική
BP
που δίνει τη δυνατότητα στη βρετανική ενεργειακή και βασικό μέτοχο της ρωσικής, να προχωρήσει σε άντληση των σχιστολιθικών υδρογονανθράκων σε ρωσικά κοιτάσματα. Οι δύο εταιρίες συνήψαν συμβόλαια αξίας 300 εκατ. δολαρίων που προβλέπει την από κοινού ανάπτυξη και εκμετάλλευση αποθεμάτων σε ρωσική περιοχή κοντά στο Καζακστάν. Στη σχετική κοινοπραξία, το 51% θα ανήκει στη
Rosneft
και το 49% στην
BP. Παράλληλα, η γαλλική ενεργειακή
Total
συμφώνησε με τη ρωσική
Lukoil
τη δημιουργία κοινοπραξίας για την ανάπτυξη του κοιτάσματος σχιστολιθικών υδρογονανθράκων στη ρωσική περιοχή του Μπάζενοφ.