Δραματική αύξηση της δαπάνης των νοικοκυριών και της βιομηχανίας για ενέργεια καταγράφεται στην Ευρώπη. Μεταξύ των ετών 2008 και 2012 το ποσοστό της αύξησης ξεπερνά το 18% και σε απόλυτους αριθμούς διαμορφώνεται από τα 450 δισ. ευρώ στα 532 δισ. ευρώ.

Δραματική αύξηση της δαπάνης των νοικοκυριών και της βιομηχανίας για ενέργεια καταγράφεται στην Ευρώπη. Μεταξύ των ετών 2008 και 2012 το ποσοστό της αύξησης ξεπερνά το 18% και σε απόλυτους αριθμούς διαμορφώνεται από τα 450 δισ. ευρώ στα 532 δισ. ευρώ. Οι δαπάνες για ηλεκτρισμό έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για αυτήν την εξέλιξη, με τις διαρκώς ανοδικές τιμές να είναι υπεύθυνες κατά 96%, όταν οι ποσότητες που καταναλώνονται παραμένουν σταθερές και τα κόστη της προμήθειας ηλεκτρισμού να είναι στα ίδια επίπεδα από το 2009. Η αύξηση των τιμών του ηλεκτρισμού αποδίδεται κατά κύριο λόγο στις ενισχύσεις για τις ΑΠΕ.

Οι διαπιστώσεις αυτές περιέχονται στη μελέτη που εκπόνησε η Accenture για λογαριασμό της Eurelectric και παρουσιάσθηκαν κατά τη χθεσινή πρώτη μέρα της ετήσιας διήμερης συνόδου της, που πραγματοποιείται στο Λονδίνο.

Το 2008 οι δαπάνες για ηλεκτρισμό έφθασαν τα 318 δισ. ευρώ και για το φυσικό αέριο στα 132 δισ. ευρώ. Το 2012 οι αντίστοιχες δαπάνες για τον ηλεκτρισμό εκτοξεύονται στα 389 δισ. ευρώ (+5,2%) και για το φυσικό αέριο στα 143 δισ. ευρώ (+2%). Αθροιστικά, ωστόσο, η αύξηση υπερβαίνει το 18%.

Κι αυτό είναι μόνον η αρχή, όπως επισημαίνεται στη μελέτη. Χωρίς αντιμετώπιση των εμποδίων, ώστε να επιτευχτεί ο στόχος της απανθρακοποίησης με οικονομικά αποδοτικό τρόπο, η μελέτη προβλέπει ότι οι δαπάνες για ηλεκτρισμό και φυσικό αέριο το 2030 θα είναι 38-53% υψηλότερες από ό,τι είναι τώρα στην Ευρώπη.

Το μερίδιο των εισοδημάτων των νοικοκυριών που δαπανάται στην Ευρώπη για ηλεκτρισμό αυξήθηκε κατά μέσο όρο κατά 3,3% το 2012, από 1,4% το 2008 και προβλέπεται να αυξηθεί κατά 4,7% ως το 2030.

Στη μελέτη αναγνωρίζεται ότι η απελευθέρωση της αγοράς έφερε αυξήσεις στις οριακές τιμές, λόγω του μεγαλύτερου ανταγωνισμού στην παραγωγή και στη λιανική αγορά, αλλά και της σύζευξης της αγοράς και της διασυνοριακής διασύνδεσης. Όμως, επισημαίνεται, ότι οι τιμές για τους καταναλωτές αυξάνονται σε αντίθεση με τη μείωση των εισοδημάτων τους, με συνέπεια να διευρύνεται το ποσοστό όσων δεν μπορούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς του ρεύματος. Ενδεικτικά, κυμαίνεται από 2% στην Ολλανδία σε 15% στη Γερμανία.

Στη μελέτη προτείνεται κοινή πανευρωπαϊκή ατζέντα για την παραγωγή, το εμπόριο, τη μεταφορά, και τη διανομή ως τη λιανική αγορά και την κατανάλωση ηλεκτρισμού και εκτιμάται ότι η αλλαγή της ενεργειακής πολιτικής θα μπορούσε να επιφέρει εξοικονόμηση πάνω από 100 ευρώ το χρόνο στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος.

Ο πρόεδρος της Eurelectric και διευθύνων σύμβουλος της E.ON. Johannes Teyssen μιλώντας χθες στη συνάντηση επισήμανε την ανάγκη «να ξαναχτίσουμε την εμπιστοσύνη με τους πελάτες μας. Βρίσκονται στον πυρήνα των δραστηριοτήτων μας. Το ενεργειακό σύστημα θα πρέπει να εξυπηρετεί τις ανάγκες τους κι αυτό θα πρέπει να ισχύει και για μας. Για τους πελάτες αυτό σημαίνει να διατηρηθούν τα κόστη χαμηλά».

Ο κ. Teyssen υπέδειξε την ανάγκη οι υπεύθυνοι άσκησης πολιτικής τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο να επικεντρωθούν στο να εμποδίσουν ένα ανεξέλεγκτο σπιράλ αύξησης του κόστους, ειδικά όταν σχεδιάζονται πολιτικές με τεράστιες οικονομικές συνέπειες.

Η Eurelectric, ειδικότερα, απευθύνει έκκληση να γίνει ένα βήμα αλλαγής της ενεργειακής ευρωπαϊκής πολιτικής διαμέσου μιας βελτιστοποιημένης προσέγγισης που θα αποφεύγει τα μη αναγκαία κόστη. Αυτό απαιτεί τόσο οι υπεύθυνοι για την άσκηση πολιτικής όσο και η ηλεκτρική βιομηχανία να επικεντρωθούν σε τέσσερις άξονες στην αλυσίδα αξίας της ηλεκτρικής ενέργειας: στη βελτιστοποίηση των συστημάτων ΑΠΕ, την ενοποίηση της αγοράς, την ενεργή διαχείριση του συστήματος, καθώς και στην ανταπόκριση της ζήτησης και την εξοικονόμηση ενέργειας.

Η συντονισμένη ανάπτυξη των ΑΠΕ θα μπορούσε, όπως είπε, να μειώσει σημαντικά τα κόστη, επίσης, σε επίπεδο Ε.Ε. η ολοκλήρωση της αγοράς και η ενίσχυση της διασυνοριακής διασύνδεσης θα μπορούσε να περιορίσει το κόστος της διαχείρισης της ολοένα και πιο μεταβλητής προμήθειας, θα βελτίωνε τη λειτουργία της αγοράς ενέργειας, και την καλύτερη ασφάλεια του εφοδιασμού. Η απελευθέρωση, ωστόσο, απαιτεί κοινές και συντονισμένες προσπάθειες από φορείς χάραξης πολιτικής σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, ώστε να διασφαλισθεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση.