Εν μέσω έντονων προβληματισμών και διενέξεων για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στο περιβάλλον αλλά και υπό την πίεση να περιορίσει την ενεργειακή της εξάρτηση από τη Ρωσία και να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό από τις ΗΠΑ, η Γερμανία ετοιμάζεται να προχωρήσει στην εξόρυξη φυσικού αερίου από τα σχιστολιθικά της πετρώματα
Εν μέσω έντονων προβληματισμών και διενέξεων για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στο περιβάλλον αλλά και υπό την πίεση να περιορίσει την ενεργειακή της εξάρτηση από τη Ρωσία και να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό από τις ΗΠΑ, η Γερμανία ετοιμάζεται να προχωρήσει στην εξόρυξη φυσικού αερίου από τα σχιστολιθικά της πετρώματα. Με τα αποθέματά της να υπολογίζονται σε 2,3 τρισ. κυβικά μέτρα σχιστολιθικού φυσικού αερίου, η χώρα ετοιμάζεται να άρει την απαγόρευση κατά της μεθόδου της υδραυλικής ρηγμάτωσης που χρησιμοποιείται στην άντληση των εγκλωβισμένων σε σχιστολιθικά πετρώματα υδρογονανθράκων.

Σύμφωνα με σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times, για τον σκοπό αυτό πρόκειται να εξετασθούν οι σχετικές αιτήσεις εξόρυξης υπό τη νέα νομοθεσία που θα συζητηθεί στη γερμανική βουλή προτού κλείσει για τις θερινές διακοπές. Η βρετανική εφημερίδα επικαλείται μάλιστα επιστολή του Γερμανού υπουργού Οικονομίας, Σίγκμαρ Γκάμπριελ, προς τον επικεφαλής της επιτροπής προϋπολογισμού της Bundestag, στην οποία τονίζεται πως οποιαδήποτε σχετική άδεια θα τεθεί υπό την κρίση των τοπικών αρχών ελέγχου των υδάτων αλλά και πως «θα εξετασθούν και περαιτέρω προαπαιτούμενα για τη χορήγηση αδειών εξόρυξης με υδραυλική ρηγμάτωση». Διευκρινίζεται μάλιστα πως η χρήση της τεχνολογίας αυτής θα απαγορευθεί σε περιοχές στις οποίες προστατεύεται επισήμως η ποιότητα των υδάτων.

Η μέθοδος της υδραυλικής ρηγμάτωσης συνίσταται στη βίαιη διείσδυση μείγματος αποτελούμενου από νερό, χημικές ουσίες και άμμο σε σχιστολιθικά πετρώματα που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Σύμφωνα με τις σχετικές επιστημονικές έρευνες η μέθοδος αυτή μπορεί να αποβεί επισφαλής για την υγεία τόσο των ανθρώπων όσο και των ζώων. Ως εκ τούτου έχει διχάσει τον πολιτικό κόσμο της Γερμανίας, καθώς μερίδα Γερμανών πολιτικών αδημονεί να μειώσει την εξάρτηση της χώρας από τις ρωσικές εισαγωγές, ενώ άλλοι πολιτικοί εκφράζουν φόβους για τον περιβάλλοντικό αντίκτυπο και ειδικότερα για τη ζημιά που μπορεί να προκληθεί στον υδροφόρο ορίζοντα. Σημειωτέον ότι ενώ η Πολωνία που έχει τα μεγαλύτερα αποθέματα στην Ευρώπη έχει δρομολογήσει την εξόρυξή τους, Γαλλία και Ολλανδία εξακολουθούν να αποφεύγουν τις εξορύξεις σχιστολιθικών ακριβώς εξαιτίας της ανησυχίας για τις επιπτώσεις στο περιβάλλον.

Στο εσωτερικό της Γερμανίας, άλλωστε, μεταξύ των πολέμιων της μεθόδου είναι οι βιομηχανίες ζυθοποιίας που εκφράζουν φόβους για ενδεχόμενη μόλυνση των υδάτων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή μπίρας. Ενθερμοι οπαδοί της εξόρυξης, αντιθέτως, που ασκούν πιέσεις για να αρθεί η σχετική απαγόρευση, είναι οι μεταποιητικές βιομηχανίες της Γερμανίας που επισημαίνουν πως η νέα τεχνολογία έχει προσφέρει φθηνή ενέργεια στους Αμερικανούς ανταγωνιστές τους, ενώ η Γερμανία ασχολείται με το δαπανηρό σχέδιο της στροφής σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Τα αποθέματα σχιστολιθικού αερίου της Γερμανίας είναι σαφώς μικρότερα από τα αντίστοιχα της Πολωνίας και της Γαλλίας, που είναι τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη. Μπορούν, ωστόσο, να διασφαλίσουν στη χώρα μια αρκετά μακροπρόθεσμη κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ενωσης Γερμανών Εργοδοτών, της BDI, με τη χρήση της αμφιλεγόμενης τεχνολογίας η Γερμανία μπορεί να καλύψει τουλάχιστον το 35% των αναγκών της σε φυσικό αέριο από τις εγχώριες πηγές. Σε σχετική ανακοίνωσή της τονίζει πως «το σημαντικότερο μάθημα από την ένταση με τη Ρωσία» είναι πως η Γερμανία πρέπει να βασισθεί στις δικές της πηγές. Σημειωτέον ότι η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής ενεργειακών πόρων για τη Γερμανία και της παρέχει περίπου το 1/3 του πετρελαίου και του φυσικού της αερίου.