του Κωστή Σταμπολή Τη στιγμή κατά την οποία η κυβέρνηση της Τουρκίας προχωράει σ΄ ένα κύμα βασικών μεταρρυθμίσεων που απώτερο σκοπό έχουν να διευκολυνθεί η αποδοχή της υποψηφιότητας της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και άμεσο στόχο έχουν να πιεσθεί η Ε. Επιτροπή να ορίσει ημερομηνία έναρξης διαπραγματεύσεων για την ενταξιακή διαδικασία, ευρίσκεται υπό εξέλιξη το σχέδιο των ΗΠΑ για εισβολή στο Ιράκ και εκθρόνιση του δικτάτορα Σαντάμ Χουσεΐν. Ο ρόλος της Τουρκίας σ΄ αυτό το εγχείρημα θεωρείται ουσιαστικός αφού η γεωγραφική θέση της γείτονος, η οποία συνορεύει με το Ιράκ, την καθιστά αναπόσπαστο κομμάτι της στρατηγικής των ΗΠΑ. Γι΄ αυτό εξ΄ άλλου εκτιμάται ότι ο ρόλος της γείτονος ως παράγοντας σταθερότητας στην περιοχή πρόκειται να αναβαθμιστεί περαιτέρω από τις ΗΠΑ. Οι επίσημοι λόγοι βέβαια που προβάλλονται μετ΄ επιτάσεως από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών για τη νέα αυτή πολεμική αναμέτρηση που σχεδιάζουν να προκαλέσουν στην περιοχή, 12 σχεδόν χρόνια μετά τον μεγάλο αλλά ημιτελή πόλεμο του Κόλπου, είναι ότι επιθυμούν την άμεσο εξουδετέρωση ενός επικίνδυνου καθεστώτος το οποίο αποτελεί σοβαρή απειλή για τα γειτονικά κράτη, αλλά και για την ίδια λόγω του πυρηνικού και χημικού οπλοστασίου που λέγεται ότι διαθέτει σήμερα το Ιράκ. Βέβαια οι σύμμαχοι των ΗΠΑ στην περιοχή πλην του Ισραήλ, δηλ. Σαουδική Αραβία, Ιορδανία, Εμιράτα, Αίγυπτος κ.λπ. δεν συμμερίζονται καθόλου την άποψη της κυβέρνησης των ΗΠΑ και επιμένουν ότι οποιαδήποτε μονομερή αμερικανική πολεμική παρέμβαση στο Ιράκ, θα αποσταθεροποιήσει εντελώς την όλη περιοχή. Και οι λόγοι είναι προφανείς. Επίσης, διεθνείς αναλυτές επισημαίνουν ότι με την έναρξη των πολεμικών συγκρούσεων θα εκτιναχθούν οι τιμές του πετρελαίου στα ύψη, οι οποίες ήδη κινούνται επικίνδυνα ανοδικά (έχουν σχεδόν αγγίξει τα 30 δολ./βαρέλι), λόγω της αρχικής αβεβαιότητας των εχθροπραξιών, αφού ουδείς γνωρίζει πως τελικά θα αντιδράσει ο Σαντάμ Χουσεϊν. Στη συνέχεια και με την προϋπόθεση της ολοκληρωτικής επικράτησης των ΗΠΑ και την εγκαθίδρυση μίας απόλυτα φιλικής και ελεγχόμενης κυβέρνησης, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι θα επιχειρηθεί ο πλήρης έλεγχος της παραγωγής πετρελαίου του Ιράκ. Η παραγωγή αυτή από το σημερινό επίπεδο των 2 εκατ. βαρ. ημερησίως μπορεί να αυξηθεί στα 3 ή και ακόμα και 4 εκατ.βαρέλια ημερησίως, ανάλογα με τις επενδύσεις που θα πραγματοποιηθούν, ποσότητα που θα επιτρέψει στις ΗΠΑ να «πλημμυρίζουν» ή και να «στερούν» την παγκόσμια αγορά με αργό κι έτσι να χειραγωγούν την τιμή του «μαύρου χρυσού» και να την οδηγήσουν στα επίπεδα που αυτές επιθυμούν. Γιατί, ας μην γελιόμαστε, μία μελλοντική κατοχή του Ιράκ από τις ΗΠΑ, και η μόνιμη παρουσία της υπερδύναμης στην περιοχή, θα σήμαινε το τέλος της κυριαρχίας των Αραβικών κρατών στον ΟΠΕΚ και ουσιαστικά την διάλυση του. Ο έλεγχος στην διαμόρφωση των τιμών του μαύρου χρυσού θα περάσει πλέον στις ΗΠΑ και στα κράτη εκτός ΟΠΕΚ (βλέπε Ρωσία, Νορβηγία, Μ. Βρετανία) και στις πολυεθνικές – όπως ήταν δηλαδή η κατάσταση προ του 1973. Γι’αυτό και γνωστός Ελληνας επιχειρηματίας ο οποίος δραστηριοποιείται στην διεθνή αγορά πετρελαίου χαριτολογώντας έλεγε πρόσφατα ότι «δύο τινά πρόκειται να συμβούν μέσα στους επόμενους μήνες, ή οι ΗΠΑ θα μπουν στον ΟΠΕΚ ως πλήρες μέλος ή θα μπουν στο Ιράκ». Ο ρόλος, λοιπόν, του πετρελαίου και η προσπάθεια ελέγχου των πηγών του αλλά και της διανομής του, αναδεικνύεται για μία ακόμη φορά καθοριστικός για τις διεθνείς εξελίξεις και την εξασφάλιση ενεργειακών πρώτων υλών για τους μεγάλους Δυτικούς καταναλωτές. Δεν χρειάζεται να έχει κάποιος ιδιαίτερη φαντασία ή βαθιές επιστημονικές γνώσεις για να εκτιμήσει τη στρατηγική σημασία του πετρελαίου και του φυσικού αερίου την σήμερον εποχή. Ακόμα, η απλή γνώση για την ύπαρξη η μη αξιοποιήσιμων κοιτασμάτων αποτελεί αναμφίβολα ένα σοβαρό εθνικό κεφάλαιο. Πολλώ δε μάλλον η δυνατότητα να παράγει μία χώρα έστω και ένα μικρό ποσοστό αργού πετρελαίου ή φυσικού αερίου για κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών. Σήμερα η πατρίδα μας, με εξαίρεση τις λίγες χιλιάδες βαρέλια που παράγονται από το γνωστό κοίτασμα του Πρίνου, εισάγει εξ΄ ολοκλήρου το πετρέλαιο που χρειάζεται. Ως γνωστόν το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, που επίσης εισάγεται καλύπτουν το 65% των ενεργειακών αγορών της χώρας. (Η Ελλάδα σε καθημερινή βάση καταναλώνει 362.000 βαρέλια αργού περίπου, αλλά καλύπτει μόνο το 1,5-2% των αναγκών της από την μικρή παραγωγή του Πρίνου). Εάν η Ελλάδα ήταν σε θέση να παράγει αργό πετρέλαιο καλύπτοντας έστω ένα 20%-30% των αναγκών της, δηλ. να παρήγαγε 70.000-100.000 βαρέλια την ημέρα, ποσότητα όχι ιδιαίτερα υψηλή αλλά εξαιρετικά πιθανή βάσει των γνωστών μέχρι σήμερα γεωφυσικών δεδομένων, θα μπορούσε να εξοικονομεί ποσά της τάξης των 600-900 εκατ. δολ. το χρόνο, προϋποθέτοντας μία διακύμανση των διεθνών τιμών μεταξύ 20-30 δολ./βαρέλι. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ειδικών του κλάδου, η χώρα μας βάσει των μέχρι σήμερα γνωστών γεωλογικών δεδομένων, έχει όλες τις δυνατότητες να εξεύρει και να εκμεταλλευθεί ικανοποιητικές ποσότητες υδρογονανθράκων μέσα στα επόμενα χρόνια. Να θυμίσουμε ότι η Τουρκία η οποία δεν έχει σταματήσει ούτε μία ημέρα τις έρευνες στα δικά της χωρικά ύδατα αλλά και στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου (οι οποίες συνήθως διεξάγονται υπό τον μανδύα ωκεανογραφικών μελετών αλλά και μέσω προηγμένων τεχνικών μέσω δορυφόρων), αυτή τη στιγμή παράγει δικό της πετρέλαιο από κοιτάσματα στην Μαύρη Θάλασσα της τάξης των 90.000-100.000 β./ημέρα, που ισοδυναμεί με 3 εκατ. Τ.Ι.Π. τον χρόνο καλύπτοντας έτσι ένα υπολογίσιμο μέρος των αναγκών της. Βέβαια είναι απορίας άξιον γιατί η χώρα μας, τα τελευταία χρόνια έχει υποβαθμίσει κάθε προσπάθεια οργανωμένης έρευνας υδρογονανθράκων, ιδιαίτερα μάλιστα μετά την απόκτηση πολύτιμης εμπειρίας στον Πρίνο (1974-1997) και την δυνατότητα διενέργειας διεθνών γύρων έρευνας και εκμετάλλευσης, βάσει του Ν.2289/95, όπως αυτή που ολοκληρώθηκε πρόσφατα στη Δυτική Ελλάδα, με τη συμμετοχή ξένων εταιρειών που αναλάμβαναν το ρίσκο και τις σχετικές επενδύσεις. Να σημειώσουμε ότι οι έρευνες μειώθηκαν και τελικά σταμάτησαν με την απορρόφηση της κρατικής εταιρείας πετρελαίου ΔΕΠ-ΕΚΥ από τα Ελληνικά Πετρέλαια (ΕΛΠΕ) το 1998. Σήμερα, στα πλαίσια της λειτουργίας των ΕΛΠΕ, το θέμα της έρευνας έχει ατονίσει και η όλη ερευνητική υποδομή και προσπάθειες μιας 25ετίας έχουν σχεδόν εγκαταλειφθεί ενώ μία ολόκληρη τεχνογνωσία φαίνεται ότι έχει απολεσθεί αφού ένα μεγάλο μέρος από το ειδικευμένο προσωπικό έχει αποχωρήσει και η σημερινή δομή και οργάνωση των ΕΛΠΕ δεν ενθαρρύνει πολυδάπανες ερευνητικές δραστηριότητες, αφού τα ενδιαφέροντα της εταιρείας, δεν επιτρέπουν μη άμεσα αποδοτικές επενδύσεις σε έρευνες. Είναι λογικό και αναμενόμενο οι διοικήσεις των ΕΛΠΕ (η παλιά υπό τον Ελ. Τζέλλα και η σημερινή από τους κ.κ. Μωραϊτη-Καραχάλιο) να επιδιώκουν την αύξηση του κύκλου των εργασιών και των κερδών της επιχείρησης, πράγμα το οποίο και έχουν καταφέρει παρά το γενικότερο δυσμενές οικονομικό κλίμα (ο κύκλος εργασιών του ομίλου των ΕΛΠΕ για το Α’ εξάμηνο του 2002 ξεπέρασε τα 1.687,7 εκατ. ευρώ και τα καθαρά κέρδη προ φόρων 121,9 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το 2001 όπου ήσαν 77,4 εκατ. ευρώ και την επικέντρωση των δραστηριοτήτων της στον επικερδή τομέα της διύλισης και εμπορίας πετρελαιοειδών (δηλ. το downstream). Σήμερα τα ερευνητικά σχέδια των ΕΛΠΕ για υδρογονάνθρακες έχουν προγραμματισθεί σε εκτός Ελλάδος περιοχές, στα πλαίσια κοινοπρακτικών σχημάτων, και σε χώρους με βεβαιωμένα αποθέματα (π.χ. Αλβανία, Λιβύη, Κασπία). Πέρα από τις έρευνες που διεξήγαγαν οι δύο ξένες κοινοπραξίες στη Δυτική Ελλάδα (και οι οποίες ολοκληρώθηκαν στις αρχές του 2002 χωρίς ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα) και την εκ των πραγμάτων περιορισμένης κλίμακος ερευνητική δραστηριότητα της Καβάλα Οιλ (η εταιρεία που εκμεταλλεύεται σήμερα το εναπομείναν κοίτασμα του Πρίνου και η οποία πραγματοποιείται εντός των ορίων της γνωστής παραχώρησης), αυτή τη στιγμή δεν πραγματοποιούνται έρευνες σε κανένα άλλο σημείο της Ελλάδας. Σύμφωνα με στοιχεία στελεχών πετρελαϊκών εταιρειών, μόνο το 20% της επιφανείας της χώρας έχει εξερευνηθεί από γεωφυσικής και σεισμολογικής πλευράς και αυτή όχι επαρκώς. Ομως, η ανακάλυψη αξιοποιήσιμων και οικονομικά αποδοτικών κοιτασμάτων προϋποθέτει την ύπαρξη οργανωμένης έρευνας από ειδικευμένα επιτελεία με στόχο το «κτίσιμο» συνολικής εικόνας ώστε η εκάστοτε κυβέρνηση να είναι σε θέση να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή το πετρελαϊκό δυναμικό της χώρας. Με άλλα λόγια υπάρχει ανάγκη για την αποτίμηση του πετρελαϊκού δυναμικού σε συνεχή βάση. Μόνο έτσι μπορεί να σχεδιασθούν με επιτυχία νέοι διεθνείς γύροι παραχωρήσεων (concession rounds) και να προσελκυσθούν στη χώρα επενδύσεις από ξένες ειδικευμένες εταιρείες, ενώ ταυτόχρονα η ακριβής γνώση για αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στο Αιγαίο και στο Λιβικό πέλαγος είναι απαραίτητη στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων της με την Τουρκία και ενδεχομένως με άλλες χώρες. Εάν τελικά την αποτίμηση αυτή θα πρέπει να την αναλάβουν τα ΕΛΠΕ ή κάποιος άλλος φορέας είναι ένα θέμα το οποίο θα πρέπει να συζητηθεί και διευκρινισθεί το συντομότερο δυνατό. Σε περίπτωση που η κυβέρνηση αποφασίσει την δραστηριοποίηση των ΕΛΠΕ τότε, πέρα από τα επιπλέον κεφάλαια που θα πρέπει να επενδυθούν, είτε αυτόνομα είτε σε συνεργασία με ενδιαφερόμενες ξένες εταιρείες, η εταιρεία θα πρέπει να ενισχυθεί με το εξειδικευμένο ερευνητικό προσωπικό και να αποκτήσει πρόσβαση σε κοινοτικές χρηματοδοτήσεις και προγράμματα. Επιστήμονες του χώρου των πετρελαίων με βαθιά γνώση των συνθηκών στην Ελλάδα παρατηρούν ότι σύμφωνα με τα υπάρχοντα γεωλογικά και γεωφυσικά στοιχεία, αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα ότι η χώρα μας παρουσιάζει ένα αξιόλογο πετρελαϊκό δυναμικό το οποίο όμως πρέπει να προσδιορισθεί με ακρίβεια ώστε να μπορέσει να ερευνηθεί και να εκμεταλλευθεί. Πέρα από την οφθαλμοφανή ανάγκη ανάπτυξης των δικών μας κοιτασμάτων υπάρχουν και αρκετοί άλλοι εξίσου σημαντικοί λόγοι για τους οποίους η χώρα μας θα πρέπει να συνεχίσει να έχει ενδιαφέρον και ενεργό παρουσία στον τομέα της έρευνας υδρογονανθράκων. Παραθέτουμε μερικούς από αυτούς: 1. Για λόγους εθνικής στρατηγικής στο χώρο της ενέργειας είναι απαραίτητη η ύπαρξη τεχνογνωσίας στον τομέα των υδρογονανθράκων. 2. Υπάρχει ανάγκη για την παρακολούθηση, το συντονισμό και έλεγχο των ερευνών που διεξάγονται ή θα διεξαχθούν στη χώρα μας από ξένες κοινοπραξίες. 3. Η χώρα μας έχει τη δυνατότητα να συμμετάσχει σε ευρωπαϊκά και διεθνή προγράμματα έρευνας προσελκύοντας υψηλό ποσοστό χρηματοδότησης. 4. Το εθνικό συμφέρον υπαγορεύει όπως η εκάστοτε κυβέρνηση γνωρίζει ανά πάσα στιγμή τα εγχώρια αποθέματα υδρογονανθράκων αλλά και με ακρίβεια να μπορεί να προσδιορίσει τις περιοχές, τόσο χερσαίες όσο και υποθαλάσσιες, όπου η χώρα μας έχει ερευνητικά ενδιαφέροντα ιδιαίτερα στις περιοχές του Αιγαίου, της Κρήτης και της Δωδεκανήσου. Η τελευταία παρατήρηση έχει ιδιαίτερη σημασία εάν ληφθεί υπ’ όψη ότι εδώ και μερικούς μήνες, από τον Ιανουάριο του 2002, η χώρα μας έχει προχωρήσει σ’ ένα νέο κύκλο συνομιλιών με την Τουρκία, με στόχο την επίλυση των προβλημάτων στο Αιγαίο. Κυρίαρχο θέμα στις συνομιλίες είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, η οποία είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη χώρα μας, της οποίας μεγάλο μέρος, λόγω του νησιωτικού συμπλέγματος επηρεάζεται άμεσα. Γι’ αυτό υπάρχει επιτακτική ανάγκη για οργανωμένη έρευνα υδρογονανθράκων, έτσι ώστε η διαπραγμάτευση και ο επαναπροσδιορισμός της υφαλοκρηπίδας μέσω της προτεινόμενης προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, να μπορεί να γίνει με πλήρη επίγνωση των γεωφυσικών παραμέτρων και της δυνατότητας ή μη για παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου σε συγκεκριμένες τοποθεσίες του Αιγαίου.

Διαβάστε ακόμα