Ἡ ἐκτελεστική ἐξουσία δικαιοῦται καί ὑποχρεοῦται νά ρυθμίζει τά δημοσιονομικά θέματα τοῦ κράτους. Ἀλλά διά νόμου, ψηφιζομένου ἀπό τή Βουλή, ἐλεγχομένου δέ, ὡς πρός τήν συνταγματικότητά του, ἀπό τίς Ὁλομέλειες τῶν Ἀνωτάτων Δικαστηρίων, ἁρμοδίως ἐπιλαμβανομένων. Σέ περίπτωση δέ διαφωνίας μεταξύ αὐτῶν, ἀπό τό Ἀνώτατο Εἰδικό Δικαστήριο

Ἡ ἐκτελεστική ἐξουσία δικαιοῦται καί ὑποχρεοῦται νά ρυθμίζει τά δημοσιονομικά θέματα τοῦ κράτους. Ἀλλά διά νόμου, ψηφιζομένου ἀπό τή Βουλή, ἐλεγχομένου δέ, ὡς πρός τήν συνταγματικότητά του, ἀπό τίς Ὁλομέλειες τῶν Ἀνωτάτων Δικαστηρίων, ἁρμοδίως ἐπιλαμβανομένων. Σέ περίπτωση δέ διαφωνίας μεταξύ αὐτῶν, ἀπό τό Ἀνώτατο Εἰδικό Δικαστήριο.

Ἑπομένως, ὁ φορολογικός νομοθέτης δέν εἶναι –καί δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι– ἀσύδοτος. Τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας καί τά Διοικητικά Δικαστήρια ἔχουν χρέος νά προστατεύουν τόν πολίτη, ὅταν οἱ συντάκτες τῶν φορολογικῶν νόμων παραλογίζονται. Καί ὁ παραλογισμός καθιστᾶ τό φορολογικό δίκαιο, πειρατικό. Ἰδιαίτερα ὅταν ἐπιβάλλεται φόρος ἀκίνητης περιουσίας μέ ἀντικειμενική ἀξία διάφορη τῆς πραγματικῆς, μέ συνέπεια οἱ παραλαμβάνοντες τά σημειώματα φόρου ΕΝΦΙΑ πολίτες, νά γίνονται ἀλλόφρονες, ἐνώπιον τοῦ ἐπιβαλλομένου εἰς αὐτούς «κουρσαρικοῦ» φόρου.

Ὁ Φόρος Ἀκίνητης Περιουσίας ἀπό τό 2008 ἕως σήμερα ἔχει ὑπερδεκαπλασιασθεῖ. Καθορίζεται σκανδαλωδῶς βάσει ἀντικειμενικῶν ἀξιῶν τοῦ 2007. Καί στό προκῦπτον ποσόν προστίθενται ἐπιβαρύνσεις ἄνω τοῦ 50%. Ἡ φορολογία αὐτή δέν εἶναι μόνον ἐγκληματικῶς ὑπερβολική, ἀλλά καί ἐξουθενωτική τῆς ἀστικῆς τάξεως, οἱ πολίτες τῆς ὁποίας καλοῦνται νά πληρώσουν φόρους γιά ἀκίνητα κατωτέρας ἀξίας, στερούμενα εἰσοδήματος καί μή δυνάμενα νά πωληθοῦν. Ἔτσι, οἱ πολίτες αὐτοί ἀναγκάζονται νά σκεφθοῦν πλέον, τί περισσότερο ἔχουν νά χάσουν, ἄν ἐπικρατήσει ἡ ἀκροαριστερά.

Ἡ βαρβαρότητα τοῦ φορολογικοῦ νομοθέτη καθίσταται δυσβάστακτη καί ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ προσφυγή στή Δικαιοσύνη παρακωλύεται διά τοῦ πρωτοφανοῦς περιορισμοῦ τοῦ σχετικοῦ δικαιώματος, μέ τήν ὑποχρέωση τῆς καταβολῆς 50% τοῦ ἀμφισβητουμένου φόρου γιά τή συζήτηση τῆς προσφυγῆς. Οἱ διοικητικοί δικαστές, πού ἔκριναν συνταγματικό τόν ὅρο αὐτό τῆς προσφυγῆς μέ ἀποφάσεις τους, παρεβίασαν καταδήλως τό καθῆκον τῆς ἀντικειμενικῆς ἑρμηνείας τοῦ ἄρθρου 20 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος, κατά τό ὁποῖον «Καθένας ἔχει δικαίωμα στήν παροχή ἔννομης προστασίας ἀπό τά δικαστήρια καί μπορεῖ νά ἀναπτύξει εἰς αὐτά τίς ἀπόψεις του γιά τά δικαιώματα ἤ συμφέροντά του, ὅπως ὁ νόμος ὁρίζει». Ἡ τελευταία φράση δέν εἶναι νοητό νά ἔχει τήν ἔννοια, ὅτι ὁ Νομοθέτης μπορεῖ νά θέτει ὅρους εὐθέως παρακωλυτικούς τοῦ δικαιώματος προσφυγῆς στή Δικαιοσύνη. Ἡ παρερμηνεία τοῦ Συντάγματος, μέ σκοπό τή ματαίωσητοῦ δικαιώματος προσφυγῆς στά Δικαστήρια, ἀποτελεῖ ἀσυγχώρητο δικαστικό παράπτωμα, ὄχι μόνον κρίσεως ἀλλά καί σθένους. Οἱ διατάξεις τοῦ Συντάγματος δέν εἶναι ἐπιτρεπτό νά ἑρμηνεύονται κατά τίς ὁδηγίες τῶν δανειστῶν τῆς χώρας καί τίς ἐπιθυμίες ἐκείνων πού προσπαθοῦν νά τούς ἱκανοποιήσουν.

Τέτοιες ἑρμηνεῖες προκαλοῦν τήν κοινή γνώμη καί ἐπισύρουν τή δυσμένεια αὐτῆς ἐναντίον ὅλου τοῦ δικαστικοῦ σώματος. Μολονότι οἱ περισσότεροι δικαστές μοχθοῦν νυχθημερόν, γιά νά ἀνταποκριθοῦν στά ὑπηρεσιακά τους καθήκοντα καί νά περιορίσουν τήν ἐκκρεμότητα, στερούμενοι ἀκόμη καί τήν ἐπαφή μέ τά παιδιά τους, πού ὅλοι οἱ ἄλλοι γονεῖς ἀπολαμβάνουν ἐλευθέρως. Οἱ δικαστικές αὐθαιρεσίες ἀπογοητεύουν τούς πολίτες καί τούς ὠθοῦν σέ ἐπικίνδυνες γιά τήν πορεία τοῦ ἔθνους ἀντιδράσεις. Ἄν αὐτό δέν γίνει ἀντιληπτό, ἡ Ἑλλάδα θά ξαναζήσει καταστάσεις ἀπό τίς ὁποῖες δοκιμάσθηκε περισσότερο ἀπό ὅλους τούς ἄλλους λαούς τῶν Βαλκανίων. Οἱ ὀνειροπόλοι τοῦ ἐρυθροῦ παραδείσου καί οἱ ἅρπαγες τοῦ σοσιαλιστικοῦ ὁμοίου, πού ἐβίωσαν οἱ Ἕλληνες, ἀπό τό 1981 καί ἐφεξῆς, ἀποτελοῦν συνιστῶσες τῶν διεκδικούντων σήμερα τήν ἐξουσία.

Οἱ διορισμοί συνταξιούχων δικαστῶν, ἀμέσως μετά τήν συνταξιοδότησή τους, σέ διάφορες θέσεις τοῦ κρατικοῦ μηχανισμοῦ, ἐκθέτουν τό κύρος τῆς Δικαιοσύνης.

Ὁμοίως καί ἡ βραδύτης περί τήν ἐκδίκαση ὁρισμένων ὑποθέσεων, πού παρακολουθεῖ ὁ Λαός καί ἡ σύγχρονη ἐπίσπευση ἄλλων ἥσσονος ἐνδιαφέροντος. Δέν ἔχουν γίνει διώξεις κατ΄ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἐκαρπώθησαν χρήματα τοῦ Δημοσίου, μέ τή μέθοδο τῶν Μή Κυβερνητικῶν Ὀργανώσεων, διώχθηκαν ὅμως ταχέως οἱ ὑπαίτιοι ἄσκοπων πυροβολισμῶν στήν κηδεία ἑνός στρατιωτικοῦ.

Ἡ Ἑλλάδα χώρα τῆς ἐπαγγελίας, μέ ἄφθονα ἐκλεκτά προϊόντα, ἀδυνατεῖ νά θρέψει τούς Ἕλληνες, συντηρεῖ ὅμως ἑκατοντάδες χιλιάδες ἀλλοδαπούς καί τίς οἰκογένειες αὐτῶν, πού δέχονται τά ἐμβάσματά τους. Ἀλλά οἱ οἰκονομικοί Ὑπουργοί, ἀντί νά ἀσχολοῦνται μέ τήν βελτίωση καί ἀνάπτυξη τῆς παραγωγῆς, ἐξαντλοῦν τή δραστηριότητά τους, στή φορολογία τῶν πολιτῶν καί στό πῶς θά διατηρηθοῦν στήν ἐξουσία. Ὁ πόθος τῆς τελευταίας –φεῦ!– θολώνει τή λογική.

(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ")