Αποφασισμένη να συνεχίσει την έρευνα για τη δεσπόζουσα θέση της ρωσικής Gazprom στην ευρωπαϊκή αγορά δηλώνει η Κομισιόν, με την ουκρανική κρίση να βρίσκεται σε εξέλιξη. Όπως δήλωσε η Δανή Επίτροπος Ανταγωνισμού, Margrethe Vestager, στην εφημερίδα Wall Street Journal, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα μπορούσε να προχωρήσει την υπόθεση σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα

Αποφασισμένη να συνεχίσει την έρευνα για τη δεσπόζουσα θέση της ρωσικής Gazprom στην ευρωπαϊκή αγορά δηλώνει η Κομισιόν, με την ουκρανική κρίση να βρίσκεται σε εξέλιξη. Όπως δήλωσε η Δανή Επίτροπος Ανταγωνισμού, Margrethe Vestager, στην εφημερίδα Wall Street Journal, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα μπορούσε να προχωρήσει την υπόθεση σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα.

Η Επίτροπος απορρίπτει κατηγορηματικά τις αιτιάσεις ότι η πρωτοβουλία της Επιτροπής για την Gazprom είχε πολιτικά κίνητρα, ενώ αποκρούει εμμέσως και τη σύνδεση της υπόθεσης με την σημερινή συγκυρία στις ευρω-ρωσικές σχέσεις, οι οποίες σκιάζονται από τις ευρωπαϊκές κυρώσεις κατά της Μόσχας λόγω της κρίσης στην Ουκρανία. «Νομίζω ότι αν το δούμε ως μια πολιτική υπόθεση, τότε οποιαδήποτε χρονική στιγμή θα είναι κακή», τονίζει η Vestager. «Για μένα, υπάρχει υπόθεση και τελικά αυτή μπορεί να οδηγηθεί στο δικαστήριο», υπογραμμίζει στην συνέντευξή της στην ααμερικανική εφημερίδα.

Από τον Σεπτέμβριο του 2012, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενεργοποίησε την αντιμονοπωλιακή διαδικασία εναντίον της Gazprom, ενώ είχε προηγηθεί έφοδος των κοινοτικών αρχών για έλεγχο στα ευρωπαϊκά γραφεία του κρατικού ρωσικού κολοσσού φυσικού αερίου. Η Κομισιόν είχε δηλώσει τότε ότι θα χειριστεί την υπόθεση ως «προτεραιότητα», διευκρινίζοντας ωστόσο ότι δεν υπάρχει καμία προθεσμία για την ολοκλήρωσή της.

Το Euractiv, από την πλευρά του, τονίζει ότι η έρευνα έχει επικεντρωθεί σε τρεις ύποπτους για αντι-ανταγωνιστικές πρακτικές στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Σύμφωνα με την Επιτροπή, πρώτον, η Gazprom είναι ύποπτη για διαίρεση των ευρωπαϊκών αγορών φυσικού αερίου, εμποδίζοντας την ελεύθερη ροή του φυσικού αερίου στα κράτη μέλη. Δεύτερον, ενδέχεται να εμπόδισε τη διαφοροποίηση της προμήθειας φυσικού αερίου. Τρίτον, μπορεί να επέβαλε μη δίκαιες τιμές στους πελάτες της, συνδέοντας την τιμή του φυσικού αερίου με τις τιμές του πετρελαίου.