Οι οικονομικές κυρώσεις, που άλλες φορές παίρνουν τη μορφή γενικευμένου πολέμου και άλλες ενός αποκλεισμού για συγκεκριμένους σκοπούς, αποτελούσαν πάντοτε ένα (συχνά εξαιρετικά αποτελεσματικό) μέσο άσκησης εξωτερικής πολιτικής, ειδικά από τις εκάστοτε μεγάλες δυνάμεις του κόσμου, που είχαν και τη δύναμη να τις επιβάλουν

Οι οικονομικές κυρώσεις, που άλλες φορές παίρνουν τη μορφή γενικευμένου πολέμου και άλλες ενός αποκλεισμού για συγκεκριμένους σκοπούς, αποτελούσαν πάντοτε ένα (συχνά εξαιρετικά αποτελεσματικό) μέσο άσκησης εξωτερικής πολιτικής, ειδικά από τις εκάστοτε μεγάλες δυνάμεις του κόσμου, που είχαν και τη δύναμη να τις επιβάλουν. Μάλιστα, τέτοιου είδους αντιπαραθέσεις πολλαπλασιάζονταν και κλιμακώνονταν σε περιόδους μεγάλης γεωπολιτικής αστάθειας, οικονομικών κρίσεων και ανακατατάξεων στις σφαίρες επιρροής και τις αγορές -είτε παράλληλα με συμβατικούς πολέμους είτε ως εναλλακτικό μέσο επίλυσης των διαφορών, ειδικά στις περιπτώσεις που τα όπλα ενείχαν την απειλή ενός πραγματικού και ανεπιθύμητου ολοκαυτώματος...

Στις αρχές του 19ου αιώνα, για παράδειγμα, μετά την καταστροφή του γαλλοϊσπανικού στόλου στη Ναυμαχία του Τραφάλγκαρ από τις δυνάμεις του ναυάρχου Νέλσον, οι Βρετανοί επέβαλαν ναυτικό αποκλεισμό της Γαλλίας -από την πλευρά του, ο Ναπολέων Βοναπάρτης απάντησε με τον αποκαλούμενο Ηπειρωτικό Αποκλεισμό, που στόχο είχε να μπλοκάρει τη διακίνηση των βρετανικών προϊόντων. Η μέθοδος του ναυτικού αποκλεισμού εφαρμόστηκε από τους Ευρωπαίους και ατά των Οθωμανών, παίζοντας μάλιστα σημαντικό ρόλο και στην εξέλιξη της ελληνικής επανάστασης.

Μετά από ένα σχεδόν αιώνα, ως αποτέλεσμα της επανάστασης των μπολσεβίκων στην τσαρική Ρωσία, οι πρώην σύμμαχοί της, Γαλλία και Ηνωμένο Βασίλειο, κήρυξαν οικονομικό πόλεμο στη νεαρή και αποδυναμωμένη Σοβιετική Ένωση, με στόχο να τη «γονατίσουν». Η τακτική αυτή συνεχίστηκε και αρκετά χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και μέχρι την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και συνολικά του στρατοπέδου του «υπαρκτού σοσιαλισμού» , το 1991.

Ωστόσο, οι οικονομικές κυρώσεις δεν σταμάτησαν εκεί -αντιθέτως, κλιμακώθηκαν τα επόμενα χρόνια, τόσο σε διμερές επίπεδο όσο και από τον ίδιο τον ΟΗΕ. Σύμφωνα δε με στοιχεία του διεθνούς οργανισμού, στις αρχές του αιώνα υπόκεινταν σε διαφόρων ειδών κυρώσεις δεκάδες χώρες, στις οποίες κατοικούσε πάνω από το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού!

Μάλιστα, η κατάσταση δεν φαίνεται να είναι ριζικά διαφορετική σήμερα, όπως αποδεικνύουν οι κυρώσεις και αντικυρώσεις ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία, αλλά και οι δεκάδες προστριβές στον ΠΟΕ. Με τη διαφορά ότι ολοένα συχνότερα, οι κυρώσεις δεν επιβάλλονται σε βάρος χωρών, αλλά επιχειρήσεων, το μέγεθος των οποίων είναι τόσο μεγάλο ώστε μπορούν να επηρεάζουν καθοριστικά τις εξελίξεις σε επίπεδο οικονομίας και γεωπολιτικής.

 

ΙΡΑΝ ΚΑΙ ΚΟΥΒΑ
Οι κυρώσεις αποδίδουν...

«Οργανώσαμε την πιο ισχυρή συμμαχία και εφαρμόσαμε τις πιο ισχυρές κυρώσεις που έχουν υπάρξει ποτέ κατά του Ιράν, γεγονός που καταστρέφει την οικονομία τους», περηφανευόταν στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου του 2012 ο Μπαράκ Ομπάμα, δίνοντας μάλιστα και συγκεκριμένα στοιχεία για την πολιτική αυτή. «Η ισοτιμία του νομίσματός τους έχει υποχωρήσει κατά 80%, η παραγωγή πετρελαίου έχει μειωθεί στα χαμηλότερα επίπεδα από την περίοδο του πολέμου με το Ιράκ, πριν 20 χρόνια», δήλωνε, κερδίζοντας τα εύσημα από τον τότε Ρεπουμπλικάνο αντίπαλό του, Μιτ Ρόμνι, ο οποίος απλώς ζητούσε ακόμη πιο σκληρές κυρώσεις.

Η αλήθεια, μάλιστα, είναι ότι ο Ομπάμα παρέμεινε συνεπής στην πολιτική των κυρώσεων και ισχυρίζεται ότι ο διαγραφόμενος ιστορικός συμβιβασμός με την Τεχεράνη, για το πυρηνικό της πρόγραμμα και όχι μόνο, είναι αποτέλεσμα των σκληρών κυρώσεων και της επιτυχούς εφαρμογής τους. Φέρνει δε σε αντιπαράθεση αυτή την τακτική με τα «τύμπανα πολέμου» που χτυπά το Ισραήλ, με το επιχείρημα ότι ο οικονομικός πόλεμος είναι πολύ πιο αποτελεσματικός και ακίνδυνος για τις ΗΠΑ -ενώ ταυτόχρονα, δεν διστάζει να προτείνει ανάλογη τακτική και απέναντι στη Ρωσία, ασκώντας ασφυκτική πίεση στους Ευρωπαίους να τον ακολουθήσουν.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ θεωρεί, επίσης, ότι είναι ο ίδιος δρόμος που έχει καταστήσει ρεαλιστική την προσέγγιση της χώρας του με την Κούβα, η οποία δείχνει να επιταχύνεται το τελευταίο διάστημα, ειδικά μετά τη συνάντησή του με τον Ραούλ Κάστρο, στις 11 Απριλίου. Βεβαίως, οι κυρώσεις σε βάρος της Κούβας είναι πολύ παλιότερες και μετρούν ήδη περισσότερο από μισό αιώνα, όμως συνεργάτες του προέδρου τονίζουν ότι δεν θα είχε επιτευχθεί τίποτα εάν οι Αμερικανοί είχαν επιμείνει στη λογική που οδήγησε στο φιάσκο της εισβολής στον Κόλπο των Χοίρων.

Και επειδή οι κυρώσεις φέρνουν τα επιθυμητά αποτελέσματα, ανάλογη τακτική εφαρμόζεται και σε βάρος της Βενεζουέλας, που έχει μετατραπεί σε πολύ ενοχλητικό «αγκάθι» στο μαλακό υπογάστριο της υπερδύναμης. Πάντως, χρειάζεται να είμαστε συγκρατημένοι και να μην οδηγούμαστε σε εύκολα συμπεράσματα. Διότι τα «χαρτιά» των βομβών και των πραξικοπημάτων υπάρχουν ακόμη στο συρτάρι της CIA και του Πενταγώνου, για τις περιπτώσεις που οι κυρώσεις δεν αποδώσουν τα αναμενόμενα...

Ε.Ε. vs ΗΠΑ
Στο στόχαστρο οι «σημαίες» Google και Deutsche Bank

Φυσικά, θα ήταν τουλάχιστον αφελής όποιος θα περίμενε από τους Αμερικανούς να μείνουν αδιάφοροι και να μην απαντήσουν με ανάλογο τρόπο στα πυρά των Γερμανών. Έτσι, στόχευσαν απευθείας μία από τις «σημαίες» τους, την Deutsche Bank, την οποία ανάγκασαν (και μάλιστα, σε συνεργασία με το Λονδίνο...) να αποδεχθεί ένα πρόστιμο-μαμούθ επειδή την έκριναν ένοχη για χειραγώγιση των επιτοκίων. Ο τραπεζικός γίγαντας -νυν και πρώην μέλη της διοίκησης του οποίου βρίσκεται ταυτόχρονα στα γερμανικά δικαστήρια για μια άλλη υπόθεση διαφθοράς, που έχει σχέση με την κατάρρευση του μιντιακού ομίλου του Λέο Κιρχ- καλείται πλέον να καταβάλει το ποσό των 2,5 δις δολαρίων, προκειμένου να κλείσει η υπόθεση που επίσης ερευνάται εδώ και αρκετά χρόνια από τις αμερικανικές και βρετανικές αρχές.

Σημειώνεται πως ο εν λόγω «συμβιβασμός» ανακοινώθηκε στις 23 Απριλίου, δηλαδή μόλις μία εβδομάδα μετά την επίθεση που εξαπέλυσαν οι Βρυξέλλες κατά της Google (η οποία βρίσκεται στο στόχαστρο και μεμονωμένων ευρωπαϊκών χωρών, όπως Γαλλίας και Ιταλίας), γεγονός που αφήνει ελάχιστα περιθώρια αμφιβολίας για το εάν και κατά πόσο εντάσσεται στην εν εξελίξει σύγκρουση ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Μάλιστα, φαίνεται πως οι Γερμανοί πήραν άμεσα το μήνυμα, καθώς την αμέσως επόμενη μέρα, η Deutsche Bank ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα ριζικής αναδιάρθρωσης της δομής της το οποίο, εκτός από τις χιλιάδες απολύσεις και τις πωλήσεις θυγατρικών, περιλαμβάνει και την εγκατάλειψη ορισμένων δραστηριοτήτων που την έφερναν πιο κοντά στον ρόλο της παγκόσμιας τραπεζικής υπερδύναμης.

Η ποινή στην Deutsche Bank στέλνει, όμως, ένα ακόμη σημαντικό μήνυμα: Ότι ευθύνη για τη μεγάλη κρίση που ξέσπασε το 2008 φέρουν και οι Γερμανοί, μιας και η μεγαλύτερη τράπεζά τους ήταν βυθισμένη ως τον λαιμό στο σύστημα του «καπιταλισμού-καζίνο».

Την Τετάρτη, 15 Απριλίου, οι Βρυξέλλες προχώρησαν σε μια προαναγγελθείσα κίνηση: Μετά από 5 χρόνια ερευνών, διατύπωσαν επισήμως κατηγορίες σε βάρος του «γίγαντα» Google, για παραβίαση των κανόνων του ελεύθερου ανταγωνισμού στην ΕΕ, μέσω της κυρίαρχης θέσης του ομώνυμου «ψαχτηριού» στο Διαδίκτυο -δίνοντας στον όμιλο 10 εβδομάδες περιθώριο για να απαντήσει και απειλώντας τον με πρόστιμο το οποίο μπορεί να φτάσει ή και να ξεπεράσει τα 6 δις ευρώ. Παράλληλα, οι υπηρεσίες της Κομισιόν έβαλαν στο στόχαστρο και το λογισμικό της Google για τα κινητά τηλέφωνα και τα tablets, το γνωστό Android, διαμηνύοντας ότι είναι αποφασισμένες να κλιμακώσουν την αντιπαράθεση εάν χρειαστεί.

Όλως... τυχαίως, τρεις μέρες αργότερα, στο Βερολίνο, το Μόναχο και άλλες πόλεις της Γερμανίας πραγματοποιήθηκαν μαζικές διαδηλώσεις κατά της υπό διαπραγμάτευση συμφωνίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες η οποία, εφόσον υπογραφεί, θα οδηγήσει στη δημιουργία της μεγαλύτερης ζώνης ελεύθερου εμπορίου σε όλο τον πλανήτη. Την ίδια δε στιγμή, δημοσιεύτηκαν νέες δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι η πλειοψηφία των Γερμανών λέει «όχι» σε αυτή τη συμφωνία. Αιτία για τις διαμαρτυρίες, αλλά και τις έντονες ενστάσεις που διατυπώνονται ακόμη και εντός των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού, είναι ο φόβος ότι μέσω της απελευθέρωσης των εμπορικών συναλλαγών, οι Αμερικανοί θα καταφέρουν να περάσουν ένα οικονομικό και, κατ' επέκταση, πολιτικό... χαλκά στην Ευρώπη, από τον οποίο θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να απαλλαγεί.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το ίδιο διάστημα, ήρθε και πάλι στην επιφάνεια το ζήτημα της παρακολούθησης των επικοινωνιών χιλιάδων Γερμανών, της καγκελαρίου συμπεριλαμβανομένης, από τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ -σε μια προφανή προσπάθεια να ενισχυθεί το αντιαμερικανικό κλίμα και να διευκολυνθεί η κυβέρνηση στις διαπραγματεύσεις που κάνει γύρω από όλα τα μεγάλα ανοιχτά μέτωπα. Μέτωπα τα οποία, ασφαλώς, δεν εξαντλούνται στην Google και την προαναφερθείσα εμπορική συμφωνία, αλλά περιλαμβάνουν και την Ουκρανία και τις σχέσεις της ΕΕ με τη Ρωσία, καθώς η Ουάσινγκτον έχει καταστήσει σαφές ότι απαιτεί από το σύνολο των Ευρωπαίων να ευθυγραμμιστούν μαζί της και να τηρήσουν σκληρή πολιτική απέναντι στη Μόσχα.

Το Βερολίνο, ωστόσο, παρά το γεγονός ότι εφαρμόζει ανάλογη τακτική οικονομικών κυρώσεων και σε βάρος των Ρώσων εκβιάζοντάς τους, θέλει να έχει το ίδιο τον έλεγχο των εξελίξεων και τη δυνατότητα υποχώρησης και συμβιβασμού όταν και όποτε κρίνει πως είναι αναγκαίο και εφικτό.

Ε.Ε. vs ΡΩΣΙΑΣ
Το «μονοπώλιο» της Gazprom και η απάντηση της Μόσχας

Ευρωπαίοι και Αμερικανοί έχουν αποκλείσει το ενδεχόμενο να εμπλακούν άμεσα σε στρατιωτική αντιπαράθεση με τους Ρώσους επί ουκρανικού εδάφους. Ωστόσο, εδώ και ένα περίπου χρόνο, έχουν κηρύξει οικονομικό «πόλεμο» στη Μόσχα, στοχεύοντας πρόσωπα και επιχειρήσεις και κλείνοντας τις αγορές της Δύσης, από όπου πλέον δεν μπορούν να αντλήσουν πολύτιμα κεφάλαια. Έτσι, είναι προφανές ότι επιχειρούν να της επιβάλλουν τους όρους τους και να την αναγκάσουν να συνθηκολογήσει -όχι μόνο στην Ουκρανία, αλλά και γενικότερα. Το Κρεμλίνο, με τη σειρά του, έχει απαντήσει υιοθετώντας επίσης οικονομικά μέτρα σε βάρος των χωρών της ΕΕ, αν και πολύ λιγότερο σκληρά και αποτελεσματικά.

Μέχρι στιγμής, βεβαίως, οι Βρυξέλλες έμοιαζαν να είναι ιδιαιτέρως επιφυλακτικές στην περίπτωση της Gazprom, καθώς γνωρίζουν ότι στην περίπτωσή της το διακύβευμα είναι μεγάλο και ζωτικής σημασίας. Έτσι, το ρωσικό μονοπώλιο φυσικού αερίου, που καλύπτει σχεδόν το 30% των αναγκών της Ευρώπης, δεν έχει υποστεί ευθέως κυρώσεις -αν και η ακύρωση του αγωγού South Stream, που ανακοινώθηκε από τον Βλαντιμίρ Πούτιν τον περασμένο Δεκέμβριο, ήταν αποτέλεσμα ευρωπαϊκού «δακτύλου»... Πριν από μία εβδομάδα, ωστόσο, το κλίμα έδειξε να αλλάζει προς το χειρότερο.

Συγκεκριμένα, στις 22 Απριλίου, η Κομισιόν κατηγόρησε ευθέως την Gazprom ότι παραβιάζει τους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού και χειραγωγεί τις τιμές του αερίου, απειλώντας την με επιβολή προστίμου το οποίο μπορεί να ανέρχεται και στο 10% του τζίρου της σε όλο τον κόσμο! Φυσικά, αυτό δεν θα συμβεί άμεσα. Οι Ρώσοι έχουν στη διάθεσή τους 12 εβδομάδες για να αντικρούσουν τις κατηγορίες ή να επιτύχουν ένα συμβιβασμό, ενώ ακόμη και στην περίπτωση που δεν το καταφέρουν, η διαδικασία θα διαρκέσει μήνες μέχρι να ολοκληρωθεί.

Πρακτικά, λοιπόν, οι σημαντικές αποφάσεις μετατίθενται προς το τέλος του έτους. Τότε, θα γίνει «ταμείο» και θα αποφασιστεί εάν ο «πόλεμος» συνεχιστεί και θα κλιμακωθεί ή εάν, αντιθέτως, αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση προς την εξομάλυνση των σχέσεων. Σε κάθε περίπτωση, η Μόσχα μοιάζει να έχει αρκετές δυνάμεις αλλά και εναλλακτικές λύσεις (λέγε με Κίνα) για να αντέξει επί αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, προκαλώντας ταυτόχρονα ζημιά σε ευρωπαϊκούς ομίλους που έχουν μεγάλα συμφέροντα στη ρωσική αγορά. Ειδικά εφόσον επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη για συνέχεια της ανόδου στις τιμές του πετρελαίου κατά τη διάρκεια του έτους, από τις πωλήσεις του οποίου προέρχεται μεγάλο μέρος των εσόδων του προϋπολογισμού, τότε οι κυρώσεις πιθανότατα δεν θα έχουν επιτύχει τον στόχο τους. Ίσως, όμως, να έχουν δημιουργήσει επαρκώς μεγάλο προπέτασμα καπνού για να καλύψει την ντε φάκτο διχοτόμηση της Ουκρανίας, η οποία προχωρά κανονικά και ουσιαστικά δεν αμφισβητείται, παρά τις «κορώνες» και τις επίσημες δηλώσεις. Μετά την προσάρτηση της Κριμαίας και την υιοθεσία των ανατολικών επαρχιών, όπου πληρώνει μισθούς και τις εφοδιάζει με ενέργεια και είδη πρώτης ανάγκης, η Μόσχα θέλει τώρα να θέσει υπό τον έλεγχό της και τη Μαριούπολη, ώστε κάπου εκεί ο κύκλος να κλείσει. Τα τελευταία δε 24ωρα, οι μάχες έχουν αναζωπυρωθεί. Να λέει, άραγε, κάτι αυτό;

(από την εφημερίδα "ΗΜΕΡΗΣΙΑ", 02/05/2015)