Ο απόηχος μιας δημόσιας διαβούλευσης(1) για τα προβλήματα «ενέργειας» και «οικολογίας» και μιας ημερίδας(2) για την τεχνολογική καινοτομία έδωσαν το ερέθισμα για το σημερινό άρθρο. Τον 20ο αιώνα η οικονομική ανάπτυξη έγινε μια απτή πραγματικότητα για όλους- στις βιομηχανικά προηγμένες χώρες. Γύρω στο 1900-1910, το μέσο εισόδημα των Ευρωπαίων μόλις άγγιζε τα 400 ευρώ το μήνα, έναντι 2.500 ευρώ το μήνα στις αρχές της δεκαετίας του 2010

Ο απόηχος μιας δημόσιας διαβούλευσης(1)  για τα προβλήματα «ενέργειας» και «οικολογίας» και μιας ημερίδας(2) για την τεχνολογική καινοτομία έδωσαν το ερέθισμα για το σημερινό άρθρο.

 Τον 20ο αιώνα η οικονομική ανάπτυξη έγινε μια απτή πραγματικότητα για όλους- στις βιομηχανικά προηγμένες χώρες.  Γύρω στο 1900-1910, το μέσο εισόδημα των Ευρωπαίων μόλις άγγιζε τα 400 ευρώ το μήνα, έναντι 2.500 ευρώ  το μήνα στις αρχές της δεκαετίας του 2010. 

Σχεδόν πλήρης απασχόληση, αύξηση των πραγματικών αμοιβών, μείωση των ωρών εργασίας.

Η ανάπτυξη αυτή βασίστηκε κυρίως στην προϋπόθεση ότι υπήρχαν τεράστια αποθέματα υδρογονανθράκων τα οποία δημιουργήθηκαν σε δισεκατομμύρια χρόνια.  Μέσα σε 100 χρόνια κάψαμε το μισό από τα εκμεταλλεύσιμα αυτά φυσικά αποθέματα.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 90 ωστόσο, γίνεται όλο και προφανέστερο, ότι η εποχή των ορυκτών καυσίμων έχει διπλό πρόσωπο· η μεταβολή της χημικής σύστασης του πλανήτη, εξαιτίας της αναλωμένης ενέργειας-της εντροπίας- που συσσωρεύτηκε στη διάρκεια της βιομηχανικής  εποχής και η σταθερή άνοδος της θερμοκρασίας στην ατμόσφαιρα της Γης, δημιουργούν μια επικίνδυνη παγκόσμια κατάσταση.  Το ενδεχόμενο να βρεθούμε πριν από το τέλος του αιώνα στο χείλος ενός μαζικού αφανισμού.

Οι εναλλακτικές πηγές ενέργειας- στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η πυρηνική- με την αιολική και την ηλιακή ανάμεσα στις πιο δημοφιλείς επιλογές, θα πρέπει να υποκαταστήσουν την κατανάλωση των ορυκτών καυσίμων και να παρέχουν στις κοινωνίες αρκετή ενέργεια για να διατηρηθεί το  επιθυμητό τους βιοτικό επίπεδο.

 Είναι γνωστό, όμως, ότι παρά τα αδιαμφισβήτητα περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα και τη βοήθεια που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στα ενεργειακά ισοζύγια, ειδικά οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) δεν μπορούν ακόμα- να καλύψουν τις ανάγκες καθώς είναι διαλείπουσες ή περιοδικές πηγές.  Είναι αδύνατον να απαιτήσουμε από τον ήλιο να μείνει ακίνητος στον ουρανό, να προγραμματίσουμε τη φύση να πνέει ή να βρέχει κατά το δοκούν αλλά και, το σημαντικότερο ίσως, να αποθηκεύουμε την ηλεκτρική ενέργεια που θα παράγουμε σε ευνοϊκές καιρικές συνθήκες.  Είναι, τέλος, οι ΑΠΕ δύο έως πέντε φορές ακριβότερες από τις συμβατικές μορφές ενέργειας.

Μπουχτίζει κανείς, ωστόσο, με τις συζητήσεις, παρανοήσεις, τις πλάνες σχετικά με το μέλλον της παγκόσμιας ενέργειας όπου συχνά παρουσιάζεται ως γεγονός (από μέσα ενημέρωσης, πολιτικοί, ακτιβιστές, επιστήμονες), ότι με τις ΑΠΕ θα μπορούσαμε να διαθέτουμε τις ίδιες ποσότητες ενέργειας για την ικανοποίηση των αναγκών μας.

Όταν απαιτούν  να μπαίνουν σε εφαρμογή μόνον ΑΠΕ αμφισβητούν ολόκληρο αυτό το τεχνικό-παραγωγικό σύστημα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, και δυνητικά ταυτόχρονα και ολόκληρο το πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό πρόβλημα.

Οι υποστηρικτές των ΑΠΕ θα πρέπει να πουν επίσης αν είναι  εναντίον του ηλεκτρισμού ή πώς θα καλύψουν τις ανάγκες της ηλεκτρικής κατανάλωσης που είναι οργανικά ενσωματωμένη στον σύνολο του ΑΕΠ των σύγχρονων οικονομιών.

 Αλλά και οι κυβερνήσεις μας, εδώ και δεκαετίες, φλυαρούσαν μόνο πάνω στο ενεργειακό πρόβλημα δίχως  να κάνουν τίποτε το ουσιαστικό. Η ενεργειακή  πολιτική είναι ανύπαρκτη ή χωρίς άλλα στοιχεία ως προς τη σοβαρότητα που μπορούν να προσλάβουν αυτά τα ζητήματα.

Επιφανειακή προσέγγιση, ανακολουθία, απουσία ιδεών και αστάθεια αποτελούν ολοφάνερα τα γνωρίσματα των πολιτικών μας ηγεσιών.

Ή επαναλαμβανόμενη αποτυχία κάθε προσπάθειας προστασίας του περιβάλλοντος-είκοσι τρία χρόνια μετά τη διάσκεψη του Ρίο  ως αυτή του Παρισιού (2014), αποτελεί απλώς το θεαματικότερο σημάδι της μυωπίας τους.

 Αλλά όταν μιλάμε για το πρόβλημα συνολικά της ενέργειας, στην ουσία εμπλέκεται όλη ή πολιτική, οικονομική  και κοινωνική λειτουργία και όλος ό σύγχρονος τρόπος ζωής.

Όλα τούτα όμως δεν είναι ούτε θεωρία ούτε φιλολογία. Αν θέλουμε να θίξουμε τo ενεργειακό πρόβλημα, τότε θα πρέπει να θίξουμε τα πάντα. Ξέρουμε ότι  δίχως λιγνιτικούς σταθμούς ενέργειας δεν θα έχουμε πια ηλεκτρισμό. Ξέρουμε- επισήμως πλέον από το 2007 (IPCC)- ότι όλη αυτή η οικονομική ανάπτυξη καταστρέφει ανεπανόρθωτα το περιβάλλον του πλανήτη.

Εδώ διακυβεύεται κάτι πολύ σπουδαιότερο κι από την αυτοκτονία του καπιταλισμού, Ή κριτική ανάλυση της σημερινής εξέλιξης καθίσταται λοιπόν επιτακτικότερη. Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική. Δεν μπορεί να υπάρξει σήμερα πολιτική άξια του ονόματός της δίχως ένα κεντρικό στοιχείο, ένα πρόταγμα, πού να αφορά την αειφόρο ανάπτυξη.

Δεδομένου ότι τα διακυβευόμενα είναι τεράστια, είναι περίπου η ύπαρξη της ζωής μας της ίδιας, δεν μπορούμε να σκεπτόμαστε ως χαρτοπαίκτες, να δρούμε ως να μη συνέβαινε τίποτε.  Πρέπει αντίθετα να δράσουμε με τη μεγαλύτερη δυνατή σύνεση και φρόνηση.

 Η παγκόσμια ενεργειακή μετάβαση θα είναι, διαρκής (20-50 χρόνια) και δαπανηρή. Οι καθιερωμένες  τεχνολογίες και οι παραδοσιακές πηγές ενέργειας είναι ανθεκτικές και αρκετά προσαρμοστικές για να δουν τον κόσμο μέσα από αυτή τη μετάβαση.

Στο μεταξύ, έως τότε, οι πλέον αποτελεσματικές επενδύσεις θα είναι οι επενδύσεις στις δευτερεύουσες εκείνες καινοτομίες των προηγμένων συμβατικών τεχνολογιών σε ήδη εγκατεστημένες μονάδες ή σε καινούργιες για την αύξηση της απόδοσης.

Όλες οι χώρες του κόσμου χρησιμοποιούν και προωθούν πρωτίστως τις εγχώριες πηγές ενέργειας για τις ενεργειακές τους ανάγκες.  Για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, οι περισσότερες χώρες χρησιμοποιούν εγχώρια κοιτάσματα άνθρακα, που συμπληρώνεται από τα πυρηνικά καύσιμα και μικρό ποσοστό των υγρών υδρογονανθράκων και ΑΠΕ.

Ουσιαστικά, η χώρα αξιοποίησε τα φυσικά αποθέματα λιγνίτη.   Όλες οι εξελίξεις των τελευταίων 55 χρόνων συνδέονται με την μαζική αξιοποίηση της εκλυόμενης ενέργειας από την καύση των μισών περίπου αποθεμάτων  λιγνίτη της χώρας μας. Ο λιγνίτης υπήρξε, πράγματι το μάνα, όχι εξ ουρανού, αλλά από τα έγκατα της γης.

 Στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον καμιά επιχείρηση δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα επιβιώσει, αν δεν μπορεί να αναμετρηθεί στα επίπεδα που θέτουν οι ηγέτες του κλάδου, σε όλα τα μέρη της γης.

Οι τυπικές θερμοδυναμικές αποδόσεις μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακες στις δυτικές οικονομίες βρίσκονται κοντά στο 40%, ενώ οι τυπικές αποδόσεις των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ βρίσκονται γύρω στο 30%.

Κάθε ευρώ δαπάνης για επιλεκτικές παρεμβάσεις σύγκλισης των αποδόσεων με αυτές των δυτικών οικονομιών μειώνει το κόστος παραγωγής, εξοικονομεί αποθέματα, ελαχιστοποιεί τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, δημιουργεί και διασφαλίζει θέσεις εργασίας, καθιστά την οικονομία ανταγωνιστικότερη, παράγει μεγαλύτερη ποσότητα συνολικού ΑΕΠ.

Είναι ο μόνος τρόπος να παρατείνουμε την υπέρτατη καλοτυχία και την όποια ευμάρεια μας έμεινε, την όποια πολιτική και ενεργειακή ανεξαρτησία, για μερικές δεκαετίες ακόμη, αλλά ταυτόχρονα να προετοιμαστούμε για να γεφυρώσουμε κατάλληλα το παρόν ενεργειακό μας καθεστώς με αυτό που θα αναδυθεί τις επόμενες δεκαετίες.

(1) Δημόσια διαβούλευση, Δήμος Κοζάνης/ Υπουργείο Ενέργειας,  Κοζάνη, 25-03- 15

(2) Ημερίδα, Επιστημονική και Τεχνολογική Καινοτομία και   Επιχειρηματικότητα, Κοζάνη, 12-05-15

* Ο Ξενοφώντας Μιχαηλίδης  είναι χημικός μηχανικός, BS, MS Columbia University, ΜΒΑ University of Sheffield,  μέλος του ΔΣ του Συλλόγου Διπλωματούχων Μηχανικών ΔΕΗ.

(από "ΤΟ ΒΗΜΑ")