Παραγωγική Ανασυγκρότηση και Βιομηχανική Πολιτική

Παραγωγική Ανασυγκρότηση και Βιομηχανική Πολιτική
του κ. Γιάννη Τόλιου, γ.γ. Βιομηχανίας του ΥΠΑΠΕΝ
Σαβ, 20 Ιουνίου 2015 - 09:36
Το ζήτημα της βιομηχανικής πολιτικής τίθεται εκ των πραγμάτων ως κομβικό στη διαδικασία παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, τόσο σε τομεακό όσο και περιφερειακό επίπεδο. Η κατάργηση της λιτότητας και η ενίσχυση της «ενεργού ζήτησης» (επενδυτικής-καταναλωτικής, ιδιωτικής-δημόσιας), καθώς και η ουσιαστική απομείωση του χρέους αποτελούν κρίσιμες προϋποθέσεις

Το ζήτημα της βιομηχανικής πολιτικής τίθεται εκ των πραγμάτων ως κομβικό στη διαδικασία παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, τόσο σε τομεακό όσο και περιφερειακό επίπεδο. Η κατάργηση της λιτότητας και η ενίσχυση της «ενεργού ζήτησης» (επενδυτικής-καταναλωτικής, ιδιωτικής-δημόσιας), καθώς και η ουσιαστική απομείωση του χρέους αποτελούν κρίσιμες προϋποθέσεις.

Το πρώτο σημαντικό ερώτημα αφορά τον στόχο της ανασυγκρότησης. Θεωρούμε ότι πρέπει να είναι η δραστική μείωση της ανεργίας με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, ιδιαίτερα για νέους επιστήμονες που εγκαταλείπουν τη χώρα. Αυτό σημαίνει ότι τα όποια προγράμματα και σχέδια ανάπτυξης που αποφεύγουν να θέσουν στο επίκεντρο τη διάσταση της απασχόλησης είναι εξ αρχής αποτυχημένα.

Ενα δεύτερο ερώτημα αφορά τους κλάδους που θα γίνουν «όχημα» ανασυγκρότησης. Θα είναι παραδοσιακοί ή νέοι, δύοντες ή ανατέλλοντες; Η απάντηση βρίσκεται στην ιεράρχηση των κοινωνικών αναγκών. Προφανώς χρειάζεται η διατήρηση και ανάπτυξη παραδοσιακών κλάδων που καλύπτουν βασικές ανάγκες (βιομηχανίες τροφίμων, φαρμάκων, ρουχισμού κ.λπ.), με τους αναγκαίους τεχνολογικούς και ποιοτικούς εκσυγχρονισμούς.

Η άλλη όψη είναι η δημιουργία νέων κλάδων στους τομείς νέων τεχνολογιών, αξιοποιώντας συγκριτικά πλεονεκτήματα και οικοδομώντας με επιλεκτικές πολιτικές νέα, ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Μιλάμε για προϊόντα ψηφιακής τεχνολογίας (πληροφορικής, νανοτεχνολογίας κ.ά.).

Λέγεται ότι η ανταγωνιστικότητα και η εξωστρέφεια πρέπει να αποτελούν κύριο άξονα της αναπτυξιακής πολιτικής. Θεωρούμε ότι εκτός από την απασχόληση, στο επίκεντρο πρέπει να βρίσκεται η παραγωγικότητα και ο συνυπολογισμός όλων των παραγόντων της ανταγωνιστικότητας (δομή αγοράς, δίκτυα, συναλλαγματική πολιτική κ.ά.), πολύ περισσότερο που στη ζωή έχει αποδειχθεί ότι το εργατικό κόστος δεν αποτελεί τον κρίσιμο παράγοντα ενίσχυσής της.

Ο ανηφορικός δρόμος της ανταγωνιστικότητας είναι η αύξηση της παραγωγικότητας (τεχνολογία, οργάνωση, εκπαίδευση κ.ά.), ενώ ο κατηφορικός του φτηνού εργατικού κόστους που δεν δίνει αναπτυξιακή πνοή. Οσον αφορά την «εξωστρέφεια», δεν σηματοδοτεί πάντα θετικό πρόσημο, αλλά μόνο στον βαθμό που συνδέεται με προϊόντα υψηλής προστιθεμένης αξίας και συνοδεύεται με ισότιμες και αμοιβαία επωφελείς οικονομικές σχέσεις με όλες τις χώρες και ιδιαίτερα της Ε.Ε.

Οριζόντια ή κάθετα μέτρα βιομηχανικής πολιτικής; Η κυρίαρχη αντίληψη και πρακτική, ότι τα οριζόντια μέτρα εξασφαλίζουν ίσες συνθήκες ανταγωνισμού, υποτιμά τη σημασία των στοχευμένων και επιλεκτικών πολιτικών οικοδόμησης ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων. Κατά συνέπεια τα συγκροτημένα κλαδικά προγράμματα εκσυγχρονισμού βιώσιμων κλάδων και επιχειρήσεων με σημαντικό αριθμό θέσεων εργασίας, πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο, παράλληλα με την παραγωγή προϊόντων νέων τεχνολογιών.

Η ύπαρξη σχεδίου με τομεακές και περιφερειακές δράσεις και η εξασφάλιση πόρων είναι κρίσιμη προϋπόθεση. Η χρηματοδότηση από ΕΣΠΑ και ειδικότερα το πρόγραμμα ΕΠΑΝΕΚ και ΠΔΕ, οι εξειδικευμένες κλαδικές χρηματοδοτήσεις ΜμΕ από ΕΤΕΑΝ και άλλα χρηματοδοτικά εργαλεία (IfG, ΕΛΤΕΠ, ΕΤΕπ κ.λπ.) μπορούν να συμβάλουν στη στήριξη πρωτοβουλιών παραγωγικής ανασυγκρότησης. Από την άλλη, οι τράπεζες μπορούν να συμβάλουν ουσιαστικά τόσο με ρευστότητα αλλά και ρύθμιση «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων.

Τα «κίνητρα» τι ρόλο θα έχουν; Η ώς τώρα εμπειρία δεν δικαιώνει «κατά κράτος» τη χρήση τους. Ο νέος αναπτυξιακός νόμος πρέπει να αξιολογήσει τις αιτίες της μειωμένης απόδοσης. Ιδιαίτερα να ληφθεί υπ’ όψιν ότι οι οριζόντιες μορφές στήριξης δεν εξασφαλίζουν ισχυρά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα. Χρειάζεται επανεξέταση του όλου πλέγματος ενισχύσεων, φορολογικών ρυθμίσεων κ.ά., στο φως των αναγκών και προτεραιοτήτων της παραγωγικής ανασυγκρότησης.

Οσον αφορά τις αδειοδοτήσεις επιχειρήσεων, το δίλημμα του ελέγχουν ex-ante (εκ των προτέρων) ή ex-post (εκ των υστέρων), στην αποτροπή κινδύνων, πρέπει να λυθεί βασικά υπέρ των πρώτων. Η φιλελευθεροποίηση και ελαστικοποίηση των ελέγχων στο όνομα της γραφειοκρατίας ενθαρρύνει πρακτικές άναρχης ανάπτυξης και ανεξέλεγκτης εγκατάστασης με σοβαρές παρενέργειες στην κοινωνία και στο περιβάλλον.

Στη διαβάθμιση μεταξύ «χαμηλής», «μεσαίας» και «υψηλής» όχλησης, πρέπει να οριστούν κριτήρια συνδυάζοντας την «εκ των προτέρων» και την «εκ των υστέρων» διάσταση.

«Σταθερό φορολογικό περιβάλλον» και «χαμηλό ενεργειακό κόστος» είναι η επωδός των επιχειρηματικών ενώσεων. Ασφαλώς κανένας δεν μπορεί να είναι αντίθετος στην εφαρμογή της συνταγματικής επιταγής «φορολογικά βάρη ανάλογα με το εισόδημα», ενώ οι όποιες αποκλίσεις να εξυπηρετούν κοινωνικές, αναπτυξιακές και περιβαλλοντικές αναγκαιότητες. Από την άλλη, το ενεργειακό κόστος είναι παράμετρος της ενεργειακής βιομηχανίας και η πρακτική επιδότησής του μόνον ως εξαίρεση μπορεί να δικαιολογηθεί και για περιορισμένο διάστημα.

Τέλος, η «επιχειρηματικότητα» συχνά ταυτίζεται με τον ιδιωτικό τομέα. Ασφαλώς οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι ΜμΕ με τον όγκο τους έχουν σημαντικό ρόλο να παίξουν στην ανασυγκρότηση. Ειδικότερα οι δυσκολίες αξιοποίησης των «οικονομιών κλίμακας» από τις δεύτερες μπορεί να παρακαμφθεί με «δικτυώσεις» και «συνέργειες», δημιουργία clusters κ.ά.

Από την άλλη, ο ρόλος των δημόσιων επιχειρήσεων παραμένει αναντικατάστατος σε κρίσιμους τομείς, καθώς και η δημιουργία επιχειρήσεων «κοινωνικής-αλληλέγγυας» οικονομίας (συνεταιρισμοί κ.ά.), ιδιαίτερα σε τομείς δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.

Ενα τελευταίο ερώτημα αφορά την κατανομή των ωφελειών της ανασυγκρότησης. Πρόκειται για κεφαλαιώδες ζήτημα οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής δικαιοσύνης. Δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για ανασυγκρότηση χωρίς τη διασφάλιση θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων και καθορισμού αμοιβών με υπολογισμό της αύξησης της παραγωγικότητας σε επίπεδο επιχείρησης και οικονομίας.

Ταυτόχρονα χρειάζεται αποτελεσματικός έλεγχος και εποπτεία της αγοράς, για καταπολέμηση στρεβλώσεων του ανταγωνισμού (καρτέλ, «συμφωνημένες πρακτικές»), κυρίως από μεγάλες επιχειρήσεις. Οσον αφορά την περιφερειακή διάσταση της βιομηχανικής πολιτικής, είναι η άλλη όψη της ανασυγκρότησης και προϋποθέτει «περιφερειακό προγραμματισμό» και «χωροταξικό σχεδιασμό». Γι’ αυτήν όμως θα μιλήσουμε αναλυτικά σε ένα άλλο σημείωμά μας.

*Ο Γιάννης Τόλιος είναι γ.γ. Βιομηχανίας του ΥΠΑΠΕΝ

(από την "Εφημερίδα των Συντακτών")