Παρ, 22 Δεκεμβρίου 2017 - 16:23
Η αποθήκευση ενέργειας είναι εκ των πραγμάτων σήμερα ο ακρογωνιαίος λίθος ενός μακροχρόνιου εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού, στο πλαίσιο των ανακατατάξεων που παρατηρούνται στις επιμέρους αγορές και με γνώμονα τη θωράκιση της ενεργειακής ασφάλειας όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε περιφερειακό επίπεδο. Με βάση αυτή την παραδοχή, η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να θέσει ως πρώτη προτεραιότητα στον πολιτικό της σχεδιασμό τη διαμόρφωση ενός συνεκτικού νομοθετικού πλαισίου που θα ενθαρρύνει τις επενδύσεις στην αποθήκευση, ώστε η χώρα να μην εξαρτάται από τις διακυμάνσεις των αγορών και οι επιχειρήσεις του ευρύτερου ενεργειακού τομέα να γίνονται δέκτες των κατάλληλων «επενδυτικών σημάτων» ώστε να μπορούν να δεσμεύσουν τα απαραίτητα κεφάλαια και να προχωρούν σε σχεδιασμό και κεφαλαιουχικές δαπάνες μακροπρόθεσμου χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, είναι απαραίτητη η εκπόνηση σχεδίων προληπτικής δράσης για τη διαχείριση έκτακτων αναγκών, όπως άλλωστε τόνισε και ο πρόεδρος της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας κ. Νίκος Μπουλαξής στο εφετινό συνέδριο του ΙΕΝΕ «Ενέργεια και Ανάπτυξη». Αν όμως σε ότι αφορά για παράδειγμα τα στρατηγικά αποθέματα πετρελαίου το σχετικό πλαίσιο είναι επαρκές, δεν μπορεί κανείς να ισχυρισθεί το ίδιο και για το φυσικό αέριο που αποτελεί καύσιμο στρατηγικής σημασίας με πρωταγωνιστικό ρόλο πλέον και στην ηλεκτροπαραγωγή. Κατά τον περυσινό χειμώνα και κυρίως στο δίμηνο Δεκεμβρίου - Ιανουαρίου, η εγχώρια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας βρέθηκε να ισορροπεί σε τεντωμένο σκοινί, καθώς το εκτεταμένο πρόγραμμα εργασιών συντήρησης των πυρηνικών μονάδων παραγωγής ενέργειας της γαλλικής EDF προκάλεσε αναστάτωση σε όλη την Ευρώπη. Η χώρα μας αντιμετώπισε μία κρίση εφοδιασμού φυσικού αερίου, καταδεικνύοντας με τον πλέον σαφή τρόπο την έλλειψη των αναγκαίων υποδομών, δηλαδή εν προκειμένω την έλλειψη ενός αποθηκευτικού χώρου που θα μπορεί να καλύψει με το χαμηλότερο δυνατό κόστος -και- τις έκτακτες ανάγκες όποτε αυτές παρουσιασθούν