Μετά τη βενζίνη και το πετρέλαιο, το φαινόμενο του λαθρεμπορίου καυσίμων αγγίζει πλέον και το υγραέριο κίνησης, με τις απώλειες για το κράτος να ανέρχονται, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της αγοράς, σε περίπου 15 εκατ. ευρώ.
Οι βασικοί λόγοι είναι δύο: πρώτον, η χρήση του από ολοένα και περισσότερους ιδιοκτήτες αυτοκινήτων, καθώς παραμένει φθηνότερο σε σύγκριση με τη βενζίνη και το ντίζελ. Δεύτερον, η απόφαση της κυβέρνησης να αυξήσει τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης (ΕΦΚ) που επιβαρύνει το υγραέριο κίνησης από τα 330 ευρώ/μετρικό τόνο σε 430 ευρώ/μετρικό τόνο από την 1η Ιανουαρίου 2017, ενώ στο υγραέριο βιομηχανικής χρήσης ο ΕΦΚ είναι 60 ευρώ/μετρικό τόνο.
Για την εκτέλεση της παράνομης δραστηριότητας απαιτείται η σύμπραξη μεταφορέα ή ακόμη και εταιρείας εμπορίας υγραερίου, πρατηρίου υγρών καυσίμων και υγραερίου κίνησης και επαγγελματία με εγκατάσταση υγραερίου, δηλαδή βιομηχανία, βιοτεχνία κ.λπ.
Ο μεταφορέας φορτώνει το προϊόν που προορίζεται για πρατήριο (υγραέριο κίνησης) και για πελάτη επαγγελματικής χρήσης (υγραέριο λοιπόν χρήσεων). Επισκέπτεται τους δύο πελάτες του, αλλά παραδίδει ποσότητες που δεν αντιστοιχούν με τα παραστατικά. Δηλαδή, στο πρατήριο παραδίδει πολύ μεγαλύτερη ποσότητα από αυτή που αναφέρεται στο παραστατικό, ενώ στον επαγγελματία τη μικρότερη ποσότητα, ώστε τα παραστατικά και το φορτίο να συμφωνούν στο σύνολό τους.
Για να συμφωνούν με τα αποθέματα του πρατηρίου καυσίμων σε πιθανό έλεγχο του τελωνείου, ο πρατηριούχος παρεμβαίνει στον μετρητή συνολικής πωληθείσας ποσότητας, ώστε να αποκρύψει την επιπλέον ποσότητα που παρέλαβε και πούλησε. Αυτό επιτυγχάνεται εύκολα είτε από τον πρατηριούχο είτε από το συνεργείο συντήρησης του διανομέα.
(Πηγή: Καθημερινή)