Τα ηνία στην όλο και μεγαλύτερη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα της ΕΕ παίρνουν οι ίδιοι οι πολίτες, καθώς αυξάνεται ο αριθμός των αποκεντρωμένων παραγωγών και των ενεργειακών συνεταιρισμών, οι οποίοι αναπτύσσουν μικρά έργα «καθαρής ενέργειας»

Μάλιστα, κάποιοι φορείς προβλέπουν ότι το 2050 οι «ενεργειακοί πολίτες» (energy citizens), όπως αποκαλούνται οι εν λόγω παραγωγοί ΑΠΕ, πιθανόν να παράγουν διπλάσια ποσότητα ενέργειας από αυτήν που παράγουν σήμερα οι πυρηνικοί σταθμοί.

Ανάμεσα στις χώρες της Ευρώπης όπου οι πολίτες πρωτοστατούν στην απομάκρυνση του ενεργειακού μείγματος από τα ορυκτά καύσιμα είναι η Δανία. Η χώρα παράγει το 74% της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές το 2017, γεγονός που την καθιστά πρωτοπόρο στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας πανευρωπαϊκά χάρις ακριβώς στην όλο και μεγαλύτερη συμμετοχή Όπως επισημαίνει σε πρόσφατη δημοσίευσή του το World Economic Forum, αυτό επετεύχθη όχι τόσο χάρη στους μεγάλους παραγωγούς ενέργειας, αλλά μέσα από την αύξηση του αριθμού των πρότζεκτ ΑΠΕ από «ενεργειακούς πολίτες». Η εξέλιξη αυτή ενθαρρύνεται από κυβερνητικές πολιτικές, όπως η χορήγηση αδειών σε έργα αιολικής ενέργειας, μόνο εάν οι φορείς και οι εταιρείες που τα αναπτύσσουν ανήκουν τουλάχιστον κατά 20% από τις τοπικές κοινότητες.

Όχι μόνο στη Δανία, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη, οι «ενεργειακοί πολίτες» διαδραματίζουν έναν ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο. Στη Γερμανία, το 42% της ανανεώσιμης ενέργειας που εγκαταστάθηκε το 2017 προήλθε από πολίτες και ενεργειακούς συνεταιρισμούς. Εάν θεωρούσαμε ότι όλοι αυτοί οι Γερμανοί πολίτες αποτελούσαν μία και μόνη εταιρεία, η ηλιακή ενέργεια που θα παρήγαγε θα αρκούσε για να την κατατάξει στους 15 μεγαλύτερους πωλητές ενέργειας στη λιανική αγορά της Ευρώπης, με παραγωγή 79 TW ηλεκτρικής ενέργειας.

Οι πολίτες της Γερμανίας μπορούν ως το 2050 να παράγουν το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας από ΑΠΕ (πηγή: EREF)

Στην έκθεση που συνυπογράφει η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία ΑΠΕ (EREF) από κοινού με άλλους περιβαλλοντικούς φορείς, πέρα από την πρόβλεψη για το ότι το 2050 η ενέργεια που θα παράγουν οι Ευρωπαίοι «ενεργειακοί πολίτες» θα είναι δύο φορές μεγαλύτερη από τη σημερινή παραγωγή των πυρηνικών αντιδραστήρων στην ΕΕ, διαπιστώνει ότι η υφιστάμενη τεχνολογία, επαρκεί για να καταστεί βιώσιμο ένα σύστημα με ενέργεια προερχόμενη κατά 100% από ΑΠΕ- με τις μεγαλύτερες δυνατότητες να εντοπίζονται στην ενεργειακή αποδοτικότητα, η οποία εμφανίζει όλο και μεγαλύτερη διάδοση.

Η διασυνδεσιμότητα σε ολόκληρη τη Ευρώπη θα συμβάλει, επίσης, στην υλοποίηση αυτής της ενεργειακής μετάβασης, με την έκθεση να υποστηρίζει ότι αυτή η μετάβαση αποτελεί, παράλληλα, ευκαιρία για την Ευρώπη να γίνει ο παγκόσμιος ηγέτης στις ΑΠΕ. Εξάλλου, τα έργα αυτά θα μπορούσαν να δημιουργήσουν εκατομμύρια θέσεις εργασίας σε ολόκληρη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων άνω του 1,5 εκατ. στη Γερμανία και περισσότερων από 900.000 στην Ιταλία.

2050: Ένα 100% «καθαρό» ενεργειακό μείγμα (πηγή: EREF)

Και η τεχνητή νοημοσύνη στην υπηρεσία της βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας

Ωστόσο, δεν είναι μόνο άνθρωποι που θα μπορούσαν να μετατρέψουν την Ευρώπη σε μια ήπειρο βασισμένη κατά 100% στις ΑΠΕ. Μια έκθεση της PwC, με την ονομασία «Αξιοποίηση της Τεχνητής Νοημοσύνης για τη Γη», εξετάζει το πώς ο συγκεκριμένος κλάδος μπορεί να αλλάξει τους τρόπους αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής.

Αναφορικά με τις ΑΠΕ, η μηχανική μάθηση, το υποπεδίο της επιστήμης των υπολογιστών που αναπτύχθηκε από τη μελέτη της αναγνώρισης προτύπων και της υπολογιστικής θεωρίας μάθησης στην τεχνητή νοημοσύνη, επιστρατεύεται για να αντιστοιχίσει την παραγωγή και τη ζήτηση ενέργειας σε πραγματικό χρόνο, αξιοποιώντας πλήρως το δυναμικό των «έξυπνων δικτύων», μειώνοντας τους απρόβλεπτους παράγοντες και αυξάνοντας την αποδοτικότητα, την εξισορρόπηση ισχύος, τη χρήση και την αποθήκευση ανανεώσιμης ενέργειας. αναφέρει η έκθεση.

Για παράδειγμα, η νορβηγική εταιρεία παραγωγής ενέργειας Agder Energie χρησιμοποιεί επίσης την τεχνητή νοημοσύνη και το Cloud για να προβλέψει και να προετοιμαστεί για τις εξελισσόμενες ενεργειακές ανάγκες στη χώρα.

Μια σειρά από εταιρίες startup, συμπεριλαμβανομένων των Power Ledger και της WePower, προσφέρουν επίσης λύσεις βασισμένες σε blockchain που έχουν σχεδιαστεί για να επιτρέπουν την ανταλλαγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας από ισότιμους χρήστες. Αυτή η τεχνολογία επιτρέπει σε μεμονωμένους ιδιοκτήτες ενέργειας, όπως οικιακούς ηλιακούς πελάτες, όχι μόνο να πωλούν πλεόνασμα ενέργειας στις εταιρείες ενέργειας αλλά και στους γείτονές τους.

Το κόστος της μετάβασης «εκτός δικτύου»

Ωστόσο, για να διασφαλιστεί ότι η υλοποίηση αυτού του τύπου τεχνολογίας θα γίνει πραγματικότητα, η πολιτική πρέπει να εξελιχθεί, τονίζει το World Economic Forum. Η κατασκευή και συντήρηση όσον αφορά τα υφιστάμενα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας είναι δαπανηρή, με το κόστος - τη «χρέωση δικτύου» - να κατανέμεται και να επιβαρύνει όλους τους λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας.

Επομένως, εάν ένας μεγάλος αριθμός καταναλωτών αποφασίσει να μεταβεί εκτός δικτύου και να δημιουργήσει μεμονωμένα δίκτυα, εκείνοι που παραμένουν στο δίκτυο - συνήθως επειδή δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά το κόστος εκ των προτέρων για ηλιακούς συλλέκτες και αποθήκευση μέσω μπαταριών - χρεώνονται περισσότερο για να διατηρήσουν τη λειτουργία του δικτύου.

Όμως, καθώς το κόστος μειώνεται και η τεχνολογία γίνεται φθηνότερη, η ενέργεια εκτός δικτύου είναι πιθανό να γίνει ο κανόνας ακόμη και στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου οι διαμορφωτές της πολιτικής συχνά αδυνατούν να αλλάξουν το ενεργειακό σύστημα, λόγω πιθανών αντιδράσεων του κοινού.

Τα επόμενα τέσσερα χρόνια, τα εκτός δικτύου (off-grid) ενεργειακά έργα στην Ασία και στην υποσαχάρια Αφρική αναμένεται να τριπλασιαστούν και να φθάσουν τα 3.000 MW σύμφωνα με την έκθεση του ΙΕΑ για τις ΑΠΕ του 2017, η οποία αναφέρει ότι μεγάλο μέρος αυτής της αύξησης θα προέλθει από βιομηχανικές εφαρμογές, μικροδίκτυα και ηλιακά οικιακά συστήματα που προωθούνται από κυβερνητικά προγράμματα ηλεκτροδότησης και επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα.Μάλιστα, η ανάπτυξη σε ολόκληρη την αγορά οικιακών ηλιακών συστημάτων είναι τέτοια που η τεχνολογία προβλέπεται να φέρει τις βασικές υπηρεσίες ηλεκτρικής ενέργειας σε περίπου 70 εκατομμύρια περισσότερους ανθρώπους στην Ασία και την υποσαχάρια Αφρική έως το 2022.