Η αυξανόμενη τάση των πολιτικών που υιοθετούν τη ρητορική για την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής και την τιμολόγηση του άνθρακα, πιέζει τις κυβερνήσεις να αναπτύξουν και να κοινοποιήσουν σχέδια απολιγνιτοποίησης της ενέργειας αλλά και ομαλής μετάβασης (just transition) 

στην επόμενη μέρα, για τις πληγείσες, από τον άνθρακα, κοινότητες. Η αυξανόμενη τάση των πολιτικών που υιοθετούν τη ρητορική για την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής και την τιμολόγηση του άνθρακα, πιέζει τις κυβερνήσεις να αναπτύξουν και να κοινοποιήσουν σχέδια απολιγνιτοποίησης της ενέργειας αλλά και ομαλής μετάβασης (just transition) στην επόμενη μέρα, για τις πληγείσες, από τον άνθρακα, κοινότητες.

Είναι αξιοσημείωτο ότι από τις συνολικές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου στην ΕΕ, το 79 % προέρχεται από τη χρήση ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ενέργειας. Γι΄ αυτό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι το υψηλότερο μερίδιο των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή θα βοηθήσει την ΕΕ να επιτύχει τον στόχο περιορισμού των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 40 % το 2030 , και από 80 % έως 95 % το 2050.

Η ανάγκη για ριζικό μετασχηματισμό του ενεργειακού τομέα σε μια πιο «πράσινη» μορφή θα αποτελέσει και το στοίχημα για τη νέα κυβέρνηση. Η διαδρομή είναι μακρά, αλλά η εκκίνηση έχει γίνει. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), οι διαγωνισμοί για έργα Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στη χώρα μας έχουν οδηγήσει το τελευταίο έτος στην κατακύρωση έργων περίπου 1,3GW, τα οποία βρίσκονται στο στάδιο της υλοποίησης ή της κατασκευής. Άλλωστε, πλέον, λόγω της μείωσης του κόστους της τεχνολογίας, το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται με τη χρήση ΑΠΕ είναι συχνά συγκρίσιμο με εκείνο των ορυκτών καυσίμων.

Δεν είναι τυχαίο ότι, οι ανταγωνιστικές διαδικασίες οδήγησαν σε περιορισμό των τιμών (προς όφελος των καταναλωτών) και στις τρεις κατηγορίες έργων ΑΠΕ, δηλαδή στα φωτοβολταϊκά μικρότερα του 1MW και στα μεγαλύτερα (από 1 MW έως 20 ΜW) καθώς και στα αιολικά από 3 MW έως 50MW). Μάλιστα, στην τρίτη κατηγορία των αιολικών, στη δημοπρασία του Ιουλίου 2018, η μείωση των τιμών έφτασε στο 22,74% και σε εκείνη του Δεκεμβρίου στο 26,56%.

Για το 2030 ο στόχος για την Ελλάδα είναι η αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ στην παραγωγή ενέργειας στο 32%. Όσον αφορά στο 2020, συνολικά στην ΕΕ, σύμφωνα με την έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου 11 από τα 28 κράτη μέλη έχουν επιτύχει τον στόχο τους σχετικά με το μερίδιο της ενέργειας από ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας της ΕΕ. Πρόκειται για τη Βουλγαρία, την Τσεχική Δημοκρατία, τη Δανία, την Εσθονία, την Κροατία, την Ιταλία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία.

Από τα εναπομείναντα 17 κράτη μέλη, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, η Ελλάδα, η Λετονία και η Αυστρία, κατά πάσα πιθανότητα, θα εκπληρώσουν τον στόχο τους για το 2020, εφόσον εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν με τους σημερινούς ρυθμούς μέτρα που εστιάζουν στις ΑΠΕ, καθώς χρειάζονται αύξηση μικρότερη από δύο εκατοστιαίες μονάδες προκειμένου να επιτύχουν τον στόχο τους για το 2020. Εάν ένα κράτος μέλος δεν εκπληρώσει τον εθνικό στόχο του έως το 2020, η Επιτροπή μπορεί να αναλάβει νομική δράση κινώντας διαδικασία επί παραβάσει.

Οσον αφορά στους στόχους για την ηλεκτρική ενέργεια για το 2020 (39,8 % στην Ελλάδα) η χώρα μας υπολειπόταν του στόχου κάθε χρόνο ενώ στο τέλος του 2017, βρισκόταν επτά εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από τον στόχο.

Συνολικά, όπως είναι αναμενόμενο, αφ’ ης στιγμής ένα κράτος μέλος θέσπιζε νομοθετικές διατάξεις στο εσωτερικό του δίκαιο για τη στήριξη των ΑΠΕ, η διάδοση των ΑΠΕ ακολουθούσε με ταχείς ρυθμούς. Έτσι, το διάστημα μεταξύ 2008 και 2010, το μερίδιο για την ηλιακή ενέργεια αυξήθηκε στη Γερμανία, την Ελλάδα και την Ισπανία, και στη συνέχεια, όπως διαπιστώνεται από το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, μετά το 2013, παρέμεινε στάσιμο στην Ελλάδα και την Ισπανία, εξαιτίας μέτρων που ελήφθησαν για τη μετρίαση της αρχικά υψηλής στήριξης.

Στην έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, σχολιάζονται επίσης οι γραφειοκρατικές διαδικασίες που καθυστερούν την υλοποίηση των έργων. Όπως επισημαίνεται σε Ελλάδα και Ισπανία, «για την υλοποίηση ενός χερσαίου έργου αιολικής ενέργειας μπορεί να χρειαστούν έως και επτά έτη», αν και παράγοντες της αγοράς καταγγέλλουν ότι υπάρχουν έργα που η λειτουργία τους καθυστέρησε 15 ακόμη και 20 χρόνια. Επίσης, στην έκθεση διαπιστώνονται και οι ανεπάρκειες του δικτύου, οι οποίες παρακώλυαν την ανάπτυξη των ΑΠΕ σε περιοχές με υψηλό δυναμικό αιολικής και ηλιακής ενέργειας στην Ελλάδα (Πελοπόννησος) και την Ισπανία (Ανδαλουσία).