Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας έχει συνειδητοποιήσει απολύτως τον καίριο ρόλο που έχει να διαδραματίσει προς την κατεύθυνση της θωράκισης της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας σε ενδεχόμενη κρίση, κάτι που απορρέει από την επιτυχημένη δοκιμή του συστήματος κατά την περίοδο του πρώτης φάσης της πανδημίας, χάρη στην οποία διασφαλίστηκε η αδιάλειπτη παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου και καυσίμου. 

Αυτό επεσήμανε, μεταξύ άλλων, η Γενική Γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών, Αλεξάνδρα Σδούκου, μιλώντας, χθες, στη διάρκεια της Συνάντησης Εργασίας Υψηλού Επιπέδου για την διαχείριση διακρατικών κρίσεων, που διοργάνωσε η Γενική Διεύθυνση Αμυντικής Πολιτικής του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας.

Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση που εξέδωσε το Υπουργείο, στη συνάντηση αναλύθηκε η συνδρομή του συνόλου των εμπλεκόμενων υπουργείων στη διαχείριση της πρόσφατης ελληνο-τουρκικής κρίσης στον Έβρο που, όπως τονίστηκε, δεν είχε ουδεμία επίπτωση στο ενεργειακό σύστημα της Ελλάδας, όπως επίσης και τα συμπεράσματα που μπορούν να αντληθούν για μελλοντική χρήση.

Ακολουθούν τα βασικά σημεία της ομιλίας της κας Σδούκου: 

«Για μια χώρα με υψηλή εξάρτηση από εισαγόμενους υδρογονάνθρακες όπως η Ελλάδα, κεντρικός άξονας της εξωτερικής ενεργειακής της πολιτικής είναι και παραμένει η βελτιστοποίηση της ενεργειακής της ασφάλειας μέσω από την διαφοροποίηση πηγών εφοδιασμού και την διαθεσιμότητα στρατηγικών αποθεμάτων», τόνισε η κ. Σδούκου, προσθέτοντας ότι τα στρατηγικά πετρελαϊκά αποθέματα της χώρας βρίσκονται σε ικανοποιητικό επίπεδο και παρέχουν επαρκές επίπεδο ασφαλείας σε περιόδους δυνητικών κρίσεων. Υπογράμμισε επίσης ότι η ανάπτυξη των ΑΠΕ είναι βασική προτεραιότητα του ΥΠΕΝ όχι μόνο για περιβαλλοντικούς λόγους (που εκπορεύονται από την πολιτική της ΕΕ και τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050), αλλά και για στρατηγικούς λόγους. «Και τούτο διότι οι ΑΠΕ δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο γεωπολιτικής εκμετάλλευσης από κράτη που εργαλειοποιούν την θέση τους στην αγορά υδρογονανθράκων για να εξυπηρετήσουν στοχεύσεις εξωτερικής πολιτικής».

Τον στόχο της θωράκισης της ενεργειακής ασφάλειας μέσω της διαφοροποίησης των πηγών και οδεύσεων φυσικού αερίου αλλά και της ανάδειξης της χώρας σε περιφερειακό ενεργειακό κόμβο εξυπηρετούν και κρίσιμα έργα υποδομής που βρίσκονται σε εξέλιξη όπως η ολοκλήρωση του αγωγού ΤΑP και η ενεργοποίησή του εντός του έτους, η  κατασκευή έως τον Ιούλιο του 2021 του ελληνο-βουλγαρικού αγωγού IGB, η προώθηση νέων υποδομών εισαγωγής LNG με επίκεντρο το FSRU της Αλεξανδρούπολης. Σε αυτή την κατηγορία ασφαλώς περιλαμβάνεται και ο αγωγός EastMed, για τον οποίο αναφέρθηκε ότι «το ΥΠΕΝ είναι αποφασισμένο να προχωρήσει με τις τελικές μελέτες σκοπιμότητας του αγωγού έτσι ώστε το έργο να φτάσει σε επίπεδο λήψης τελικής επενδυτικής απόφασης έως το 2023».

Η κ. Σδούκου υπογράμμισε επίσης ότι η πλήρης αξιοποίηση του σταθμού αποθήκευσης LNG της Ρεβυθούσας άλλαξε τη εικόνα για τον βαθμό εξάρτησης της χώρας από την Τουρκία όσον αφορά την τροφοδοσίας μέσω αγωγών φυσικού αερίου, καθώς στο πρώτο πεντάμηνο του 2020, στις εισαγωγές φυσικού αερίου το LNG κατέλαβε μερίδιο 63% ενώ το μερίδιο του φυσικού αερίου που μεταφέρεται μέσω αγωγών μειώθηκε σημανιτκά (27% από Βουλγαρία και 7% από Τουρκία).

Επεσήμανε τέλος ότι σημαντική πτυχή της εθνικής ενεργειακής στρατηγικής ασφαλείας είναι και η πλήρη διασύνδεση των μεγαλύτερων νησιών της χώρας με το Εθνικό Σύστημα Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας. Στρατηγικός στόχος είναι έως το 2030 σχεδόν όλα τα νησιά του Αιγαίου να έχουν διασυνδεθεί με υποβρύχια καλώδια με την ηπειρωτική Ελλάδα.