Για να αποτιμήσουμε τη δημόσια αντιπαράθεση στην Αγκυρα, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τόσο τις αρχικές συνθήκες, προ της επίσκεψης του Δένδια, όσο και το τρέχον πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώνονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αυτή την περίοδο, υπό την πίεση των οικονομικών προβλημάτων και των αλλαγών του διεθνούς περιβάλλοντος, η Τουρκία έχει μπει

 

σε μια διαδικασία αναπροσαρμογής και αναδιάταξης των σχέσεών της, τόσο με τη Δύση (ΕΕ - ΗΠΑ) όσο και με τις χώρες του άμεσου περιβάλλοντός της (Αίγυπτος, Σ. Αραβία, Ισραήλ). Κοινός παράγοντας σε όλες αυτές τις σχέσεις είναι, έμμεσα ή άμεσα, η χώρα μας. Την τουρκική στρατηγική έναντι της χώρας μας, θα την εξυπηρετούσε: α) η αποσύνδεση των ελληνοτουρκικών από τις ευρωτουρκικές σχέσεις, β) η αντιστάθμιση της εμβάθυνσης των ελληνοαμερικανικών σχέσεων μέσω μιας ειδικής, έστω και συναλλακτικής μορφής, σχέσης με τις ΗΠΑ και γ) η αποδυνάμωση των σχέσεων της Ελλάδας με τις χώρες της περιοχής μέσω μιας αντίστοιχης εξομάλυνσης των σχέσεών τους με την Τουρκία. Στην περίπτωση που θα πετύχαινε σε ένα σημαντικό βαθμό τους παραπάνω στόχους της, θα μπορούσε ανεμπόδιστα να ασκήσει όλη της την πίεση στη χώρα μας, εξακολουθώντας την εξαναγκαστική στρατηγική που εφάρμοσε τους τελευταίους 20 μήνες. Αυτό εξηγεί και τα συνεχή ταξίδια του έλληνα ΥΠΕΞ τις τελευταίες μέρες (Κάιρο, Ριάντ, τετραμερής στην Κύπρο κ.λπ.), αλλά και την ενόχληση της Τουρκίας από αυτά.

Στις επιδιώξεις της αυτές, η Τουρκία μέχρι στιγμής δεν έχει καταγράψει κάποια επιτυχία. Μετά από παρέλευση τριών μηνών από την ανάληψη της προεδρίας Μπάιντεν, δεν έχει υπάρξει ακόμα τηλεφωνική επαφή μεταξύ αμερικανού και τούρκου προέδρου (ενώ αντιθέτως έχει υπάρξει επαφή με τον έλληνα Πρωθυπουργό), στα συμπεράσματα της τελευταίας Ευρωπαϊκής Συνόδου κατέστη σαφής η διασύνδεση των ευρωτουρκικών σχέσεων με τις ελληνοτουρκικές και οι κρούσεις της Τουρκίας προς το Ισραήλ έμειναν αναπάντητες. Μόνο με την Αίγυπτο φαίνεται να υπάρχουν κάποιες επαφές, αλλά είναι χαμηλού επιπέδου και με ισχνές προοπτικές αναβάθμισης.

Στο πλαίσιο των παραπάνω, λοιπόν, θα ήταν πολύ βολικό για τη δημόσια διπλωματία της Τουρκίας, να παρουσιάσει μια πλασματική εικόνα εξομάλυνσης με την Ελλάδα, χωρίς κανένα κόστος ή πρακτικό αντίκρισμα. Θα μπορούσε έτσι, χωρίς να μεταβάλλει ουσιαστικά τη στάση της, να προβάλλει την εικόνα του υπεύθυνου και διαλλακτικού εταίρου προς τη Δύση, αλλά και να «κλείσει και το μάτι» προς την Αίγυπτο και τις άλλες χώρες της περιοχής, ότι η Ελλάδα έχει μπει σε μια διαδικασία «να τα βρει» με την Τουρκία.

Ολο αυτό, εγκυμονούσε μια παγίδα για τη χώρα μας. Από τη μια πλευρά, αν αρνούμασταν τις επαφές, θα δίναμε το δικαίωμα στην Τουρκία να παρουσιάζεται ως η χώρα που θέλει τον διάλογο και την ειρηνική επίλυση των διαφορών ενώ η χώρα μας το αποφεύγει. Από την άλλη, θα στέλναμε το λάθος μήνυμα αν αφήναμε να προβληθεί η εικόνα πως όλα πάνε καλά και μάλιστα όταν έχουν προηγηθεί, λίγο πριν από την επίσκεψη Δένδια, οι δηλώσεις Ερντογάν και οι ανυπόστατες κατηγορίες κατά της χώρας μας από τον Αλτουν. Ο μόνος τρόπος για να υπερβεί κανείς αυτήν την παγίδα, είναι θέτοντας δημόσια τις θέσεις του και οριοθετώντας με τον πιο επίσημο τρόπο τις σχέσεις του με τη γείτονα χώρα. Το μήνυμα που εκπέμπει σταθερά η Ελλάδα είναι: «ναι στη θετική ατζέντα, ναι στις επαφές και στους ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας, αλλά μέσα στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου και χωρίς μονομερείς ενέργειες»! Αυτό έκανε ο έλληνας ΥΠΕΞ στην πρωτολογία του στο press conference. Το ό,τι επακολούθησε, ήταν συνέπεια της αντίδρασης του Τσαβούσογλου.

Η διπλωματία είναι καλύτερο να εκτυλίσσεται πίσω από κλειστές πόρτες, όμως υπάρχουν περιπτώσεις (και η προκείμενη είναι μία από αυτές) που καλόν είναι να γίνεται και δημόσια. Το ακροατήριο σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι τόσο το εσωτερικό των δύο χωρών, αλλά η ΕΕ, οι ΗΠΑ και οι χώρες της περιοχής.

*Ο Αλέξανδρος Διακόπουλος είναι αντιναύαρχος ε.α. πρώην  σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας  και ειδικός σύμβουλος του ΕΛΙΑΜΕΠ

(Από ΤΑ ΝΕΑ)