Πώς θα Αντιμετωπίσουν οι Καταναλωτές την Άνοδο των Τιμών της Ηλεκτρικής Ενέργειας

Πώς θα Αντιμετωπίσουν οι Καταναλωτές την Άνοδο των Τιμών της Ηλεκτρικής Ενέργειας
του Κώστα Βουτσαδάκη*
Πεμ, 12 Σεπτεμβρίου 2024 - 08:31

Η άνοδος των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας κατά τους θερινούς μήνες, λόγω αύξησης της ζήτησης αλλά και εξωγενών παραγόντων όπως οι διεθνείς τιμές του φυσικού αερίου, επαναφέρει στο προσκήνιο τις δυνατότητες άμυνας των καταναλωτών, με την επιλογή του κατάλληλου τιμολογίου ανάλογα με τις ανάγκες και το προφίλ της κατανάλωσης ή με τροφή στο μοντέλο της αυτοπαραγωγής, για το οποίο αλλάζουν τα δεδομένα απορρόφησης της ενέργειας

Η μέση τιμή χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας τον Ιούνιο διαμορφώθηκε στα 101 ευρώ ανά μεγαβατώρα, έναντι 81 ευρώ το Μάιο και 60 τον Απρίλιο. Αυξήθηκε δηλαδή σημαντικά, παραμένοντας, ωστόσο, χαμηλότερα σε σχέση με το 2023. Η διακύμανση της τιμής χονδρικής στο Χρηματιστήριο Eνέργειας δείχνει σε γενικές γραμμές ότι οι τιμές πέφτουν τις περιόδους που η ζήτηση είναι χαμηλή και καλύπτεται κατά κύριο λόγο από τις ανανεώσιμες πηγές (την άνοιξη, το φθινόπωρο, το χειμώνα όταν είναι ήπιος) και ανεβαίνουν σε περιόδους υψηλής ζήτησης, που είναι οι καλοκαιρινοί μήνες λόγω χρήσης του κλιματισμού ή οι χειμερινοί μήνες με δριμύ ψύχος.

Έτσι, οι επιλογές των καταναλωτών είναι να προσαρμόσουν ανάλογα τη στρατηγική τους:

- Είτε επιλέγοντας κυμαινόμενα τιμολόγια («κίτρινα» και «πράσινα») με χαμηλότερες χρεώσεις ορισμένους μήνες και υψηλότερες τους άλλους, ακολουθώντας τη διακύμανση των χρηματιστηριακών τιμών

- Είτε στρεφόμενοι στα σταθερά («μπλε») τιμολόγια, τα οποία προστατεύουν από τις αυξήσεις, αλλά δεν επιτρέπουν στον καταναλωτή να επωφεληθεί από τις μειώσεις κατά τη διάρκεια ισχύος τους. Επιπλέον, σε αντίθεση με τα πράσινα και κίτρινα τιμολόγια, εμπεριέχουν ρήτρα πρόωρης αποχώρησης αν ο καταναλωτής επιλέξει να «σπάσει» το συμβόλαιο πριν τη λήξη του. 

Τα στοιχεία για την εξέλιξη των λιανικών τιμών από το εργαλείο σύγκρισης των τιμολογίων ρεύματος της Ρυθμιστικής Αρχής (ΡΑΑΕΥ) κατά το διάστημα Ιανουαρίου - Ιουνίου δείχνουν ότι, με εξαίρεση τον Ιανουάριο οπότε το φθηνότερο τιμολόγιο ήταν μπλε, τους επόμενους πέντε μήνες οι φθηνότερες προσφορές από τους παρόχους εντάσσονταν στο «κίτρινο» τιμολόγιο. Τα «πράσινα» τιμολόγια στα οποία παραμένει η πλειονότητα των καταναλωτών είναι σχετικά ακριβότερα, χωρίς ωστόσο μεγάλες διαφορές, αλλά έχουν το πλεονέκτημα ότι παρέχουν στον καταναλωτή ορατότητα για την τιμή που πληρώνουν, καθώς οι χρεώσεις κάθε μήνα ανακοινώνονται προκαταβολικά, την 1η κάθε μήνα.

Από τα ίδια στοιχεία προκύπτει, επίσης, ότι κατά το πρώτο πεντάμηνο οι τιμές του ρεύματος υποχώρησαν. Βασικές αιτίες της πτώσης ήταν η σχετικά χαμηλή ζήτηση λόγω του ήπιου χειμώνα και των φυσιολογικών θερμοκρασιών που επικράτησαν την άνοιξη, η αυξημένη συμμετοχή των ανανεώσιμων πηγών στην κάλυψη του φορτίου και η  συγκράτηση των τιμών του φυσικού αερίου σε επίπεδα χαμηλότερα από πέρυσι.

Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την μηνιαία έρευνα HEPI για τις λιανικές τιμές του ηλεκτρικού σε χώρες της Ευρώπης που διεξάγουν οι ρυθμιστικές αρχές ενέργειας της Αυστρίας και της Ουγγαρίας και η εταιρεία Vaasa ETT, η μέση τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας τον Μάιο στην Ελλάδα μαζί με τους φόρους ήταν 19,63 σεντς ανά κιλοβατώρα έναντι 23,93 σεντς που ήταν ο μέσος όρος στην ΕΕ. Σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, αφού ληφθεί δηλαδή υπόψη η διαφορά των εισοδημάτων, η τιμή στην Ελλάδα διαμορφώνεται στα 23,77 σεντς έναντι 25,69 σεντς στην ΕΕ.

Η λύση της αυτοπαραγωγής, την οποία επιλέγουν χιλιάδες νοικοκυριά και επιχειρήσεις με την εγκατάσταση φωτοβολταϊκού, αλλάζει χαρακτήρα μετά τα νέα δεδομένα που προέκυψαν από την υπερβάλλουσα παραγωγή ενέργειας που παρατηρείται τις μεσημβρινές ώρες λόγω πληθώρας φωτοβολταϊκών. Το νέο μοντέλο, που αντικαθιστά τον ενεργειακό συμψηφισμό (net metering) και την απορρόφηση του συνόλου της  παραγόμενης ενέργειας σε εγγυημένη τιμή (feed in tariff) που ίσχυσαν προηγουμένως, είναι το net billing, σύμφωνα με το οποίο η παραγωγή του φωτοβολταϊκού θα αξιοποιείται για την κάλυψη της ζήτησης του αυτοπαραγωγού και τυχόν υπερβάλλουσα παραγωγή θα διατίθεται στο δίκτυο σε τιμές αγοράς. Αυτό σημαίνει ότι οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να ρυθμίσουν με προσοχή τη διαστασιολόγηση του συστήματος που θα εγκαταστήσουν, καθώς ένα μεγάλο – σε σχέση με την κατανάλωση – σύστημα που θα είναι πιο ακριβό, θα είναι λιγότερο ανταγωνιστικό, καθώς οι τιμές πώλησης της ενέργειας τα μεσημέρια, που μεγιστοποιείται η παραγωγή των φωτοβολταϊκών, κινούνται σε χαμηλά (ή και μηδενικά) επίπεδα.
Σύμφωνα με το ΥΠΕΝ:

- Με την εισαγωγή του σχήματος net – billing στην αυτοπαραγωγή, διορθώνονται οι όποιες στρεβλώσεις υπήρξαν με τα προηγούμενα μοντέλα που εφαρμοστήκαν, καθώς ο ταυτοχρονισμός, πλέον, της παραγωγής ενέργειας με την κατανάλωση αντικατοπτρίζει το πραγματικό κόστος της ενέργειας, που συμψηφίζεται χωρίς να δημιουργούνται ελλείμματα στην αγορά.

- Με το net-billing, ο αυτοκαταναλωτής θα αποζημιώνεται για την περίσσεια ενέργεια με την τιμή της αγοράς, όπως διαπραγματεύεται στο Χρηματιστήριο Ενέργειας. Για τους οικιακούς αυτοκαταναλωτες έως 10.8 kW, αυτό το ποσό θα περνάει απευθείας ως έκπτωση στον εκκαθαριστικό λογαριασμό ρεύματος.

- Δεδομένου ότι οι τιμές της αγοράς ενέργειας τις απογευματινές ώρες είναι υψηλότερες, η εφαρμογή του net-billing δίνει ισχυρό κίνητρο για την εγκατάσταση αποθήκευσης (μπαταριών), μεγιστοποιώντας το οικονομικό όφελος. Επιπλέον η αποθήκευση θα βοηθήσει το ίδιο ηλεκτρικό σύστημα να απορροφήσει περισσότερες ΑΠΕ, απελευθερώνοντας πολύτιμο ηλεκτρικό χώρο.

*(από το περιοδικό «ΑΝΑΠΤΥΞΗ» του ΕΒΕΑ, τ. 7, Ιούλιος - Αύγουστος 2024)