Συχνά τίθεται, εντός και εκτός Ελλάδας, το δίλημμα: λιτότητα ή ανάπτυξη. Ας δούμε εάν το δίλημμα αυτό είναι υπαρκτό και σε ποιόν βαθμό, ξεκινώντας με την αποσαφήνιση των όρων. Η «λιτότητα» είναι, κατ’ αρχάς, η ιδιότητα του λιτού, δηλαδή του έχοντος μόνο τα απολύτως απαραίτητα, χωρίς οποιαδήποτε πολυτέλεια, του απλού και απέριττου. Στην οικονομία, όμως, λιτότητα σημαίνει την οικονομική εκείνη πολιτική που περιορίζει τις ανάγκες και τις δαπάνες του κράτους (με σκοπό την επίτευξη ισοσκελισμένου προϋπολογισμού και την ανάκαμψη της οικονομίας).

Συχνά τίθεται, εντός και εκτός Ελλάδας, το δίλημμα: λιτότητα ή ανάπτυξη. Ας δούμε εάν το δίλημμα αυτό είναι υπαρκτό και σε ποιόν βαθμό, ξεκινώντας με την αποσαφήνιση των όρων. Η «λιτότητα» είναι, κατ’ αρχάς, η ιδιότητα του λιτού, δηλαδή του έχοντος μόνο τα απολύτως απαραίτητα, χωρίς οποιαδήποτε πολυτέλεια, του απλού και απέριττου. Στην οικονομία, όμως, λιτότητα σημαίνει την οικονομική εκείνη πολιτική που περιορίζει τις ανάγκες και τις δαπάνες του κράτους (με σκοπό την επίτευξη ισοσκελισμένου προϋπολογισμού και την ανάκαμψη της οικονομίας).

Η «ανάπτυξη» σημαίνει αύξηση σε ποσότητα ή ποιότητα (όπως π.χ. ανάπτυξη των μεγαλουπόλεων ή πολιτιστική ανάπτυξη). Στην οικονομία, ανάπτυξη σημαίνει την βελτίωση των οικονομικών δεικτών μιας χώρας και, υπό την έννοια αυτή, είναι πάντοτε επιθυμητή . Το κρίσιμο ερώτημα είναι, πως επέρχεται η ανάπτυξη, εάν συγκρούεται ή όχι με την λιτότητα και πως μπορεί να εξασφαλισθεί μια διατηρήσιμη και όχι εντελώς πρόσκαιρη ανάπτυξη.

Η βελτίωση των οικονομικών δεικτών δεν επέρχεται ως αποτέλεσμα απλώς της επιθυμίας για ανάπτυξη ή της έκδοσεως αποφάσεων, διαταγών, νόμων προς την κατεύθυνση αυτή – όπως και η ευτυχία, την οποία επιδιώκει κάθε άνθρωπος, δεν επέρχεται ως αποτέλεσμα σχετικής προς τούτο απόφασης αλλά ως συνέπεια εφαρμογής μιας ορισμένης συμπεριφοράς, καταβολής προσπαθειών, βελτίωσης σε διάφορους τομείς, τήρησης ηθικών αρχών και νόμων κ.λπ. Παρομοίως, η ανάπτυξη προκύπτει ως αποτέλεσμα του συνόλου των (κατάλληλων)δραστηριοτήτων που εκτυλίσσονται σε μια χώρα από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς.

 

Το πρόβλημα, επομένως, ανάγεται στον προσδιορισμό των δράσεων εκείνων που θα συμβάλλουν στην επίτευξη του επιδιωκόμενου αναπτυξιακού στόχου, πως. Δηλαδή, ο δημόσιος και ιδιωτικός φορέας θα κάνουν τα σωστά πράγματα με τον σωστό τρόπο, τόσο στο βραχυπρόθεσμο, όσο και στο μεσό-πρόθεσμο διάστημα. Στο σημείο αυτό, είναι σημαντικές δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, ο ρόλος του δημόσιου τομέα είναι πρωταρχικός, διότι καθορίζει το πλαίσιο εντός του οποίου δραστηριοποιείται, κάθε φορά, ο ιδιωτικός τομέας. Δεύτερον, έχει μεγάλη σημασία η ισορροπία μεταξύ βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων αποτελεσμάτων: ούτε οι ανάγκες του παρόντος πρέπει να συμπιέζονται πέραν κάποιου ορίου και η ικανοποίηση τους να μετατίθεται στο απώτερο μέλλον, ούτε, όμως, στην προσπάθεια επίτευξης βραχυπρόθεσμων ικανοποιήσεων – ή πρόσκαιρων πολιτικών ωφελημάτων – επιτρέπεται να σπαταλώνται πόροι (περιβάλλον, κεφάλαια, ανθρωπο-ώρες κ.α.) αναγκαίοι για την διατήρηση και την περαιτέρω βελτίωση των μελλοντικών οικονομικών επιδόσεων.

 

Ατυχώς, στις περισσότερες χώρες οι πολιτικές ηγεσίες, στην προσπάθεια τους να είναι αρεστές παρά χρήσιμες, οδήγησαν σε δυσθεώρητα ύψη το δημόσιο χρέος. Όταν, όμως, έρχεται η ώρα αποπληρωμής των χρεών, ο υπέρογκος δανεισμός μετατρέπεται σε βρόχο στον λαιμό κάθε πολίτη και η επίπλαστη ευφορία σε απελπισία και αγανάκτηση. Εάν τα ανωτέρω ισχύουν απανταχού της γης, πολλαπλασίως ισχύουν στην περίπτωση της Ελλάδας. Το σύνθημα που κυριάρχησε από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 ήταν το «εδώ και τώρα». Η κυβέρνηση της «Αλλαγής» εντός ολίγων ετών πενταπλασίασε τα ελλείμματα και τα χρέη. Διαδοχικές κυβερνήσεις, παρά τις επί μέρους άτολμες προσπάθειες δημοσιονομικής εξυγίανσης, συνέβαλλαν στην περαιτέρω διόγκωση του χρέους, το οποίο απέκτησε την δική του δυναμική. Η αντιμετώπιση της κατάστασης μετά από τρεις δεκαετίες εκλύτου δημοσιονομικού βίου θα ήταν παντελώς αδύνατη χωρίς της χρηματοδοτική στήριξη εκ μέρους των εταίρων μας, πράγμα που προσποιούνται ότι αγνοούν διάφοροι «πονόψυχοι» ή «υπερήφανοι» πολιτικοί.

 

Οι κυβερνήσεις άλλων χωρών που διαθέτουν ευρεία παραγωγική βάση, ισχυρό εγχώριο νόμισμα και μεγάλη εσωτερική αγορά, ενδεχομένως μπορούν να επιταχύνουν την διαδικασία ανάπτυξης εφαρμόζοντας – πάντοτε εντός λογικών ορίων – επεκτατική πολιτική για κάποιο περιορισμένο διάστημα. Η επιλογή αυτή αποκλείεται παντελώς για την Ελλάδα, για λόγους θεωρητικούς και πρακτικούς. Είναι παράδοξο να υποστηρίζεται ότι το βασικό πρόβλημα της χώρας μας, που είναι η ύπαρξη μη βιώσιμου χρέους, μπορεί να αντιμετωπισθεί με μια ιδιότυπη ομοιοπαθητική θεραπεία, δηλαδή με περισσότερο χρέος! Αλλά και πρακτικά, η επιλογή αυτή δεν υφίσταται, εφόσον, υπό της παρούσες συνθήκες, ουδείς υπάρχει διατεθειμένος να μας δανείσει. Ακόμη και αν αυτό καθίστατο δυνατόν, δεν θα μας οδηγούσε πολύ μακρυά. Στην Ελλάδα δεν υφίσταται αργούσα παραγωγική δυναμικότητα (εκτός από εργατικά χέρια) για άμεση επαναδραστηριοποίηση.

 

Η οικονομία κάθε χώρας στηρίζεται σε δύο πόδια, τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Και οι δύο πρέπει να παίζουν σωστά τον ρόλο τους για να υπάρξει ανάπτυξη. Στην χώρα μας, το ένα πόδι είναι γιγαντωμένο (και, πανθολογουμένως, δυσλειτουργικό) και το άλλο, συγκριτικά, είναι ατροφικό. Επόμενο είναι να υπάρξει ανατροπή.

Οι περισσότεροι από όσους καταφέρονται κατά της λιτότητας ουσιαστικά ζητούν «τεχνητές» (που δεν συμβαδίζουν με αντίστοιχη αύξηση της παραγωγικότητας) χρηματικές ενέσεις στις διάφορες κατηγορίες εισοδημάτων. Είναι, ακριβώς, η εφαρμοσθείσα επί δεκαετίες πολιτική με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα. Διατηρήσιμη ανάπτυξη μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε προσέλκυση επενδύσεων, σε ένα κράτος απαλλαγμένο από την ασφυκτική πίεση ελλειμμάτων και χρεών. Υπό καθεστώς δημοσιονομικής ανισορροπίας, η λιτότητα (εννοείται, εντός λελογισμένων ορίων) καθίσταται αναγκαία και όχι μόνον δεν συγκρούεται αλλά αποτελεί προϋπόθεση της ανάπτυξης.

 

(από εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ», 23 Αυγούστου 2013)