Ζωτικής σημασίας η ανίχνευση των πραγματικών παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας. Οι φόβοι ότι η κρίση δεν θα ξεπεραστεί και οι αναπτυξιακές "μικροπαρενθέσεις". Γιατί ο τουρισμός δεν πρέπει να αναδειχθεί σε... βαριά βιομηχανία.
Ζωτικής σημασίας η ανίχνευση των πραγματικών παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας. Οι φόβοι ότι η κρίση δεν θα ξεπεραστεί και οι αναπτυξιακές "μικροπαρενθέσεις". Γιατί ο τουρισμός δεν πρέπει να αναδειχθεί σε... βαριά βιομηχανία. 

Μετά την «δημοσιονομική προσαρμογή», και την φαντασμαγορική έξοδο στις αγορές νομίζω ότι ήρθε η ώρα να συζητήσουμε σοβαρά για το μοναδικό ζήτημα το οποίο ήδη θα έπρεπε συνεχώς να συζητούμε.

Η αποσαφήνιση της σημερινής παραγωγικής μας πραγματικότητας σε σχέση με την διεθνή, συνιστά την ελάχιστη αναγκαία προϋπόθεση ευαισθητοποίησης της κοινωνίας μας, προκειμένου να συσταθούν, τόσο ένα νέο συλλογικό όραμα-αίτημα ικανό να εμπνεύσει, όσο και ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, ικανό να στηρίξει, πέρα από διαχωριστικές γραμμές ενός αποτυχημένου πολιτικού παρελθόντος ,πρωτίστως, την ενδογενή ανοικοδόμηση της χώρας.

Η ανίχνευση του υφιστάμενου παραγωγικού ιστού, κατ' αρχάς, αποτελεί τον μοναδικό τρόπο περιγραφής της σημερινής παραγωγικής πραγματικότητας και κατά συνέπεια τη βάση για μια πραγματιστική συζήτηση των δυνατοτήτων για τη διατήρησή της αλλά και την επέκτασή της. Μόνο με τον τρόπο αυτό θα αποσαφηνιστεί η «πραγματική» πραγματικότητα, και όχι αυτή που παρουσιάζεται μόνο μέσα από τους χρηματιστηριακούς δείκτες, δίνοντας συγχρόνως τη δυνατότητα να καταρριφθούν οι μονοδιάστατες ερμηνείες της βαθιάς κρίσης που μαστίζει την χώρα.

Επιζητά να αποσαφηνίσει βαθύτερες αιτίες και αλήθειες που μας οδήγησαν μέχρι εδώ, αφορούν στην μέγιστη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, και δεν εξαντλούνται σε μια πολιτική αναμέτρηση, αμφίβολης ωφελιμότητας, πλέον, μεταξύ "μνημονιακών" και "αντιμνημονιακών" δυνάμεων. Αυτό θα είχε νόημα αν η εγκατάλειψη του μνημονίου οδηγούσε αυτομάτως στην ανασυγκρότηση της παραγωγικής δυνατότητας της χώρας.

Έχω γνώση ότι οι περιορισμοί που θέτει το Μνημόνιο δημιουργούν έντονα προβλήματα στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας, παράλληλα όμως επιτρέπουν να αντιληφθούμε ότι ο δρόμος που είχαμε επιλέξει ήταν απολύτως λανθασμένος και ότι ο επιθυμητός νέος δρόμος ούτε εύκολος είναι ούτε σύντομος. Συνεπώς «ουδέν κακόν αμιγές καλού».

Είμαι απολύτως σίγουρος ότι ακόμη και αν, βελτιωθούν τα μακροοικονομικά μεγέθη, πάψουν να καταρρέουν οι αντίστοιχοι εγχώριοι κοινωνικό-οικονομικοί δείκτες, υπάρξουν καλύτεροι, και σθεναρότεροι διαπραγματευτές στην αντιπαράθεση με την περιώνυμη Τρόικα, αναλάβουν την τύχη της χώρας πιο άξιοι διαχειριστές, υπάρξουν «αναπτυξιακές» μικρό-παρενθέσεις, η ελληνική κρίση δεν θα ξεπεραστεί και η Ελλάδα θα συνεχίσει να πορεύεται σε μια μοίρα κατά πολύ κατώτερη από αυτήν που της αξίζει.

Έχουμε οδηγηθεί σε έναν πλήρη εκτροχιασμό από την βασική αρχή επιβίωσης που διέπει όλες τις χώρες με το συγκεκριμένο μέγεθος της δικιάς μας οι οποίες παράλληλα είναι ενταγμένες στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας αλλά και ισχύος:"Παράγω, κερδίζω με την εργασία μου, και δαπανώ όσα μπορώ να διαχειριστώ με βάση τις λειτουργικές ροές της εργασίας μου". Ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι χρήσιμος ως υπηρέτης της παραγωγής.

Όποιος μέχρι τώρα έχει σοβαρή συμμετοχή στην παραγωγική πραγματικότητα του τόπου μας διδάσκει πως η ελληνική κρίση δεν θα ξεπεραστεί, εάν η χώρα δεν ξαναβρεί τη παραγωγική της δύναμη, την αυτοεκτίμηση της, την δημιουργική ψυχή - στυλοβάτη της παραγωγικής της υπόστασης, αν δηλαδή δεν ανασυστήσει με νέα ήθη και νοοτροπίες, την ιδιαίτερη επιστημονική, τεχνολογική και προπαντός τεχνική ενδογενή της βάση, τον ελάχιστο αναγκαίο όρο για να υπερβεί τα αδιέξοδα και να ανακτήσει την εθνική της ανεξαρτησία.

Τα τελευταία 40 χρόνια, είναι κοινή διαπίστωση, ότι ζήσαμε μια δραματική απίσχναση της παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας η οποία υποκαταστάθηκε από την φενάκη των εύκολων δραστηριοτήτων οι οποίες καθοδηγούνται από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.

Ακόμη και σήμερα είναι κυρίαρχη και διάχυτη η συνηθισμένη διαπίστωση ότι η Ελλάδα «δεν παράγει», αλλά έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα στον τουρισμό και τη ναυτιλία. Η διαπίστωση αυτή θεωρείται ότι είναι θέσφατο, και συνήθως δεν διερευνάται αν υπάρχουν βαθύτερες αιτίες που έχουν οδηγήσει στην «Ελλάδα που δεν παράγει». Απτό παράδειγμα : οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού σχετικά με το ποιοι κλάδοι θα προσφέρουν στην αύξηση του ΑΕΠ και στις θέσεις απασχόλησης την επόμενη 7ετία.

Σύμφωνα λοιπόν με τις εξαγγελίες , ο τουρισμός και η ναυτιλία υπολογίζεται ότι θα προσφέρουν πάνω από το μισό. Επίσης ο πρωτογενής τομέας το 25% . Το υπόλοιπο 25% από ενέργεια, logistics, έρευνα και φαρμακευτική βιομηχανία. Με απλά λόγια ο μεταποιητικός –παραγωγικός τομέας της οικονομίας δεν υπάρχει στον σχεδιασμό. Οι προτάσεις αυτές αποτελούν σαφέστατο δείγμα της εγκαταστημένης εδώ και καιρό αντίληψης για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.

Οι «Σειρήνες» της ανάδειξης του Τουρισμού σε «Βαριά Βιομηχανία» της χώρας πρέπει να αποκρουσθούν, αν όχι όπως αντιμετώπισε ο Οδυσσέας τις δικές του σειρήνες (με βουλοκέρι στα αυτιά) αλλά με βάση τα διαχρονικά πραγματολογικά στοιχεία και με την αντικειμενική του τοποθέτηση- ιεράρχηση στους προσδιοριστικούς παράγοντες του ΑΕΠ και στις επιπτώσεις που έχει στην πραγματική παραγωγή της χώρας.

Οι χώρες στον καπιταλιστικό κόσμο που ζούμε δεν βασίστηκαν ούτε βασίζονται ποτέ πλειοψηφικά σε εξωγενείς παράγοντες ανάπτυξης. Η εγχώρια παραγωγή είναι αυτή που τις τοποθετεί στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας ανεβάζοντας τες ή κατεβάζοντάς τες.

Φαίνεται να αγνοούνται, ακόμη και σήμερα, οι επιπτώσεις που είχε στη χώρα η διαμόρφωση ενός εχθρικού στην παραγωγή περιβάλλοντος ενώ παράλληλα εισέρρεε εύκολο χρήμα που μπορούσαν να απορροφήσουν άμεσα κυρίως οι μη-παραγωγικές υπηρεσίες και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας.

Όμως, είναι γνωστό σε όλους τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ότι η παραγωγική , κυρίως μεταποιητική, βάση είναι ο πυρήνας της μηχανής που μπορεί διαχρονικά να εξασφαλίσει την προσέγγιση του επιπέδου διαβίωσης των ανεπτυγμένων χωρών, καθώς και την ποιοτική απασχόληση.

Έχει μεγάλη αξία να γίνει κατανοητή την σημασία που έχει ο παραγωγικός, μεταποιητικός, τομέας της οικονομίας σαν αναπόσπαστο μέρος του μηχανισμού που μπορεί να εξασφαλίσει σε μια χώρα υψηλό επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού και συμμετοχή στην προνομιούχα ομάδα των ανεπτυγμένων χωρών.

Τα ερωτήματα που τίθενται είναι μεγάλα και δύσκολα.

Ποια είναι τα πραγματικά αίτια της αποδιάρθρωσης του παραγωγικού ιστού της χώρας και τι σχέση έχουν με την σημερινή κρίση;

Ποιες είναι οι δυνατότητες παρέμβασης σε εθνικό επίπεδο; Πως μπορεί να ανοίξει ο δρόμος για την παραγωγική ανασύνταξη της χώρας; Ποιες ηθικές / πολιτικές / κοινωνικές / θεσμικές / οικονομικές επιλογές θα μπορούσαν να υπηρετήσουν αποτελεσματικότερα την προσπάθεια αυτή;

Με τι προϋποθέσεις και με ποιο τίμημα υφίσταται, αν υφίσταται το μέλλον της ιδιαίτερης δικής μας παραγωγικής υπόστασης, όταν η παγκόσμια οικονομία και οι εσωτερικοί της συσχετισμοί αλλάζουν δραματικά καταδεικνύοντας τις νέες τάσεις αλλά και τα αδιέξοδα που επικρατούν στο διεθνές παραγωγικό περιβάλλον;

Διαθέτουμε άραγε κάποιον ιδιαίτερο τεχνικό πολιτισμό, κάποια ιδιαίτερη ιστορική τεχνογνωσία, και τι είναι εκείνο που συνιστά την ζωντανή τους παρουσία στο σήμερα; Μπορούμε να διεκδικήσουμε την παραγωγική μας υπόσταση στο πεδίο της υψηλής ποιότητας, με προϊόντα που έχουν εγχώρια ταυτότητα και υψηλή εντόπια προστιθέμενη αξία, ή οφείλουμε να ενταχθούμε μόνο σε διεθνείς αλυσίδες αξίας, στο μαζικό και το φθηνό όπου το μέλλον είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένο;

Μήπως είναι ή ώρα, στα πλαίσια της επώδυνης κοσμογονίας που καταστρέφει και γεννά παράλληλα, μια μικρή αλλά πλούσια σε ποιότητες και μοναδικότητες χώρα, με ένα μεστό τεχνικό πολιτισμό, με έναν λαό πολυμήχανο, ανθεκτικό αλλά παροπλισμένο και σε πλήρη σύγχυση, να διεκδικήσει ένα δικό της παρόν και μέλλον;

Ο πρωταρχικός στόχος επομένως αποτελεί η διερεύνηση και η αποσαφήνιση τόσο των προβλημάτων που επηρέασαν αρνητικά το επιχειρηματικό έργο στην χώρα , όσο και εκείνους τους θετικούς παράγοντες που του έδωσαν περιεχόμενο, και προοπτική.

Σε μια εποχή ριζικών αλλαγών, σκοπός μας πρέπει να είναι η ιχνηλάτηση απαντήσεων σε ζωτικά ερωτήματα, όπως στο εάν η παραγωγή, ποια παραγωγή, υπό ποιον ιδιαίτερο παραγωγικό τύπο ή μορφή, έχουν μέλλον και γιατί, σε αυτή την χώρα.

Με άλλα λόγια τι προϊόν θέλουμε, μπορούμε, η πρέπει να παράγουμε, με τι τίμημα, πως, και για ποιον.Είναι αδύνατο να υπερβούμε την κρίση χωρίς μια καθαρή απάντηση στο παραπάνω ερώτημα. Είναι αδύνατον να υπάρξει ενδογενής ανάπτυξη για τη χώρα, την κοινωνία και τους ανθρώπους της, εάν το παραγωγικό ζήτημα δεν αναχθεί σε κύριο. Με την έννοια αυτή απαιτείται σαφής απάντηση σε τι συνίσταται η παραγωγική μας ταυτότητα και που διαφέρει από το κυρίαρχο πρότυπο των ανεπτυγμένων χωρών. Αν υπάρχουν ιδιομορφίες και ιδιοτυπίες της ελληνικής οικονομίας αυτές θα πρέπει να εξελιχθούν με θετικό πρόσημο και όχι να ομογενοποιηθούν σύμφωνα με το υπόδειγμα των αναπτυγμένων χωρών της Δύσης.

Η πολύ σοβαρή εμπλοκή της νεώτερης γενιάς με την νέα ψηφιακή κατασκευαστική τεχνολογία θα μπορούσε να συνδεθεί με την επίσης πολύ σοβαρή παράδοση στη μηχανουργία και τη μαστορική της αμέσως προηγούμενης γενιάς. Οι λεγόμενες νέες τεχνολογίες θα έπρεπε να κατευθύνονται κυρίως προς την υποβοήθηση της υπάρχουσας παραγωγής αλλά και την παραγωγή νέων «πραγματικών» προϊόντων.

Στην εποχή μας οι τεχνολογίες αιχμής αποκεντρώνονται και εκλαϊκεύονται. Φθηνά εργαλεία, αξιόπιστα και ευέλικτα, διατίθενται ευρύτατα και συναγωνίζονται επάξια μεγάλες συγκεντρωτικές μορφές παραγωγής.
Νέες παραγωγικές δυνάμεις αναδύονται μέσα από την έξυπνη διασύνδεση και συνέργεια πολλών μικρών αποκεντρωμένων επιχειρήσεων , με αυξημένη συλλογική ισχύ, ικανές να επιζήσουν εντός της νέας ανταγωνιστικότητας. Η ευελιξία που παρέχει η νέα τεχνολογία γεννά πράγματα, ανέφικτα και ανεφάρμοστα άλλοτε.

Στα πλαίσια αυτής της νέας διεθνούς παραγωγικής πραγματικότητας που γεννιέται, ένα σοβαρό μεταποιητικό -βιομηχανικό παρόν και μέλλον δεν προϋποθέτει αναγκαστικά σοβαρό μεταποιητικό - βιομηχανικό παρελθόν.

Ήρθε ο καιρός, εστιάζοντας σε απλές αλήθειες ,να υπερβούμε την παραγωγή φαντασιώσεων και να περάσουμε στην παραγωγή πραγματικών αξιών. Αυτή τη στιγμή στην χώρα λειτουργούν , παράγουν ανταγωνιστικά και με βάση τα χαρακτηριστικά που αναφέραμε πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Χρειάζεται να αναδειχθούν, να γίνουν γνωστές και από εκεί και πέρα να βρεθεί τρόπος να βοηθηθούν περαιτέρω.

Είναι η πλέον κατάλληλη στιγμή.Υπήρξε ποτέ στην ιστορία άλλος δρόμος ανοικοδόμησης μιας χώρας;

 

* Ο κ. Κώστας Μελάς είναι Δρ Οικονομίας, Όμιλος Κοινωνικού - Οικονομικού Προβληματισμού και Πολιτικής Δράσης.

(euro2day.gr, 25/06/2014)