Μετά από μια πενταετία βαθειάς οικονομικής κρίσης τα μακρο-οικονομικά μεγέθη της οικονομίας έχουν βελτιωθεί (πρωτογενές πλεόνασμα – μειωμένο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο) και δείχνουν ότι η χώρα μας βγαίνει σιγά – σιγά από την κρίση και όλοι αναμένουμε πότε θα έρθει η πολυπόθητη ανάπτυξη…

Μετά από μια πενταετία βαθειάς οικονομικής κρίσης τα μακρο-οικονομικά μεγέθη  της οικονομίας έχουν βελτιωθεί (πρωτογενές πλεόνασμα – μειωμένο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο) και δείχνουν ότι η χώρα μας βγαίνει σιγά – σιγά από την κρίση και όλοι αναμένουμε πότε θα έρθει η πολυπόθητη ανάπτυξη… Το κόστος της ανάταξης της ελληνικής οικονομίας, υπήρξε ιδιαίτερα βαρύ για  όλους: Αυστηρή λιτότητα με μειώσεις μισθών και συντάξεων, υπερ-φορολόγηση  των εισοδημάτων και της ακίνητης περιουσίας και κυρίως μεγάλη αύξηση της  ανεργίας που έφθασε σε πρωτόγνωρα για τη χώρα μας επίπεδα: 26% στο σύνολο  του ενεργού πληθυσμού και 50% στους νέους.

Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη των οικονομολόγων, η σταθεροποίηση της οικονομίας με πολιτικές λιτότητας ήταν απαραίτητη στο πλαίσιο του ευρώ για να προκαλέσει μια εσωτερική υποτίμηση που θα δημιουργούσε συνθήκες διεθνούς ανταγωνιστικότητας στην οικονομία μας, ώστε τα προϊόντα μας (βιομηχανικά - γεωργικά) και οι υπηρεσίες μας (τουρισμός) να γίνουν ελκυστικά στις διεθνείς, τις παγκοσμιοποιημένες πλέον αγορές.

Ήδη, βλέπουμε τις θετικές επιπτώσεις από τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν στις φετινές εντυπωσιακές επιδόσεις στον τουρισμό με αύξηση πάνω από 15% στις αφίξεις, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, μέση κατά κεφαλή δαπάνη ανά διανυκτέρευση που θα κινηθεί και φέτος σε αυξητικά επίπεδα και σημαντική αύξηση στην απασχόληση (80-100.000 νέες θέσεις μερικής ή πλήρους απασχόλησης).

Όμως, καμιά οικονομία δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο σε ένα κλάδο και ειδικότερα σε ένα κλάδο όπως ο τουρισμός που τον χαρακτηρίζει έντονη εποχικότητα, αλλά και ευαισθησία στις γεωπολιτικές εξελίξεις. Οι πολιτικές κρίσεις στη γειτονιά μας ευνοούν το τουριστικό ρεύμα προς τη χώρα μας, ενώ μια ενδεχόμενη έλλειψη πολιτικής σταθερότητας στη πατρίδα μας παράλληλα με την εξομάλυνση της πολιτικής κατάστασης στις γειτονικές χώρες μπορούν να μειώσουν δραστικά το τουριστικό ρεύμα προς την Ελλάδα.

Τί θα καλύψει τότε τα ελλείμματα τους εξωτερικού ισοζυγίου, ένα χρόνιο δομικό πρόβλημα που καθηλώνει την ανάπτυξη της οικονομίας και αυξάνει την εξάρτηση μας από το εξωτερικό;
Η τωρινή βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου οφείλεται κυρίως στη μείωση τωνεισαγωγών εξ αιτίας της ύφεσης, καθώς τις εξαγωγές χαρακτηρίζει στασιμότητα. Με τα πρώτα όμως σημάδια ανάκαμψης σημαντικό μέρος της αυξανόμενης ζήτησης θα στραφεί στις εισαγωγές. Για να αντιμετωπιστεί το δομικό αυτό πρόβλημα της οικονομίας μας, χρειάζεται μια διευρυμένη ανταγωνιστική παραγωγική βάση με εξαγωγικό προσανατολισμό που θα υποκαθιστά και τα εισαγόμενα αγαθά.

Όπως μαρτυρεί η διεθνής εμπειρία, η μεταποίηση είναι ο κύριος παράγοντας για την αύξηση της παραγωγικότητας και της απασχόλησης και άρα η ατμομηχανή της ανάπτυξης σε μια οικονομία. Η ύπαρξη σημαντικής εξαγωγικής βιομηχανικής παραγωγής είναι απαραίτητη στη χώρα μας, όπως είναι και για κάθε άλλη χώρα. Πριν από ένα έτος περίπου, ετέθη ως προτεραιότητα στην Ευρώπη η ανάγκη για μια Βιομηχανική Αναγέννηση, με στόχο η συμμετοχή της βιομηχανίας στο ευρωπαϊκό ΑΕΠ, που σήμερα είναι στο 15%, να επανέλθει στο 20% με ορίζοντα το 2020. Πόσο δρόμο έχει λοιπόν να διατρέξει η ελληνική μεταποιητική βιομηχανία για να καλύψει την απόσταση από το 9% του ΑΕΠ που βρίσκεται σήμερα, για να πλησιάσει τον στόχο του 20% το 2020!

Η κρίση του 2009-2014 έφερε μείωση στη ζήτηση για βιομηχανικά προϊόντα, μεαποτέλεσμα η ελληνική μεταποιητική βιομηχανία να έχει συρρικνωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, με σοβαρότατες συνέπειες τη μείωση των φορολογικών εσόδων και ασφαλιστικών εισφορών, την αύξηση της ανεργίας, τη μείωση του ΑΕΠ. Η κρίση έχει επηρεάσει όλες τις βιομηχανίες, ιδιαίτερα όμως εκείνες που δραστηριοποιούνται στους κλάδους των κατασκευών και που από την φύση τους  απευθύνονται κυρίως στην εσωτερική αγορά (πχ. τσιμεντοβιομηχανία, χαλυβουργία, διέλαση αλουμινίου). Η εσωτερική αγορά σε αυτούς τους κλάδους έχει καταρρεύσει (οι εγχώριες πωλήσεις διαμορφώνονται κάτω από το 20% του πριν από την κρίση επιπέδου) και οι εξαγωγές αποτελούν την μόνη διέξοδο ανάγκης για τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων αυτών.

Για να αυξηθούν οι εξαγωγές των προϊόντων μας πρέπει να είναι διεθνώς ανταγωνιστικά. Ανταγωνιστικότητα σημαίνει χαμηλό κόστος μεταποίησης, κυρίως του κόστους ενέργειας, του κόστους χρηματοδότησης και δευτερευόντως του κόστους εργασίας. Ενώ, όμως οι μισθοί έχουν σημαντικά μειωθεί από το 2010, αντίθετα το κόστος της σπανίζουσας χρηματοδότησης παραμένει υψηλότερο από εκείνο των ανταγωνιστών μας όπως και το κόστος ενέργειας το οποίο συνεχώς αυξάνει, ενώ αποτελεί για πολλές βιομηχανίες τον κύριο παράγοντα διεθνούς ανταγωνιστικότητας.
Η ενέργεια είναι βασικός παράγοντας κόστους για τους περισσότερους κλάδους της βιομηχανίας, μεγάλης και μικρο-μεσαίας. Ειδικότερα στους κλάδους εντάσεως ενέργειας (χαλυβουργία ,τσιμέντο, μεταλλουργία, χημική βιομηχανία, υφαντουργίακτλ) το κόστος ενέργειας αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα κόστους που μπορεί να φτάνει και το 50% του κόστους της παραγωγικής διαδικασίας και να ξεπερνά το εργατικό κόστος.

Οι πρώτες ύλες τιμολογούνται συνήθως βάσει διεθνών χρηματιστηριακών δεικτών.Όμοια, και οι τιμές των τελικών προϊόντων καθορίζονται από το διεθνή ανταγωνισμό. Αντίθετα, το κόστος ενέργειας διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα, και για τούτο αποτελεί τον κρισιμότερο παράγοντας που καθιστά μια επιχείρηση διεθνώς ανταγωνιστική ή όχι.

Ένα ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την μεταποιητική βιομηχανία να επιβιώσει και να διατηρήσει την απασχόληση, για να αναπτυχθεί και να επενδύσει, για να προσλάβει νέο προσωπικό, για να αυξήσει τις εξαγωγές και να συμβάλλει στη μακρο-οικονομική σταθερότητα και στην κοινωνική συνοχή. Ένα ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας είναι ο πιο διαφανής και δίκαιος τρόπος να επανεκκινήσει η ελληνική βιομηχανία και γενικότερα η εθνική οικονομία, χωρίς επιδοτήσεις και χωρίς αμφισβητούμενες φορολογικές απαλλαγές.

Η φθηνή ηλεκτρική ενέργεια, η ενέργεια που παράγεται στη χώρα μας από το λιγνίτη και τα νερά, από τις δικές μας παραδοσιακές πηγές, υπήρξε για δεκαετίες ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τη δημιουργία και την ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας και την οικονομική ανάπτυξη γενικότερα. Άλλωστε αυτό δεν αποτελεί διεθνή πρωτοτυπία καθώς η βιομηχανία όλων των χωρών – και τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αποτελούν εξαίρεση – εφοδιάζουν την βιομηχανία τους με χαμηλές τιμές ενέργειας από τις μονάδες βάσης που διαθέτουν: πυρηνικές, ανθρακικές, υδροηλεκτρικές, πετρελαϊκές ή φυσικού αερίου. Αυτές οι μονάδες βάσης εφοδιάζονται κυρίως από εθνικές πηγές ενέργειας και για το λόγο αυτό μπορούν να προσφέρουν διεθνώς ανταγωνιστικά τιμολόγια στην εθνική τους βιομηχανία.

Πρόσφατα στοιχεία και μελέτες δείχνουν όμως ότι στην Ελλάδα το κόστος της ενέργειας – του ηλεκτρικού ρεύματος και του φυσικού αερίου – είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Πώς να ανταγωνιστούμε τους ευρωπαίους εταίρους μας όταν το κόστος ενέργειας είναι στη χώρα μας από 30% έως 100% ακριβότερο;Υπάρχει αναμφίβολα περιθώριο τα τιμολόγια να μειωθούν εφόσον λειτουργήσουν πιο αποδοτικά τα λιγνιτωρυχεία και οι λιγνιτικοί σταθμοί.

Η ελληνική βιομηχανία δέχεται σήμερα τεράστιες πιέσεις και έχει φτάσει στα όριά της. Απαξιώνονται επενδύσεις δισεκατομμυρίων σε βασικό εξοπλισμό, αλλά και σε εκσυγχρονισμό βελτιστοποίησης της παραγωγής και εναρμόνισης με αυστηρότερους περιβαλλοντικούς όρους.

Το κόστος ενέργειας είναι το κλειδί για την ανάπτυξη. Για να ξανα-ξεκινήσουν τα σταματημένα εργοστάσιά μας, για να αξιοποιήσουν την παραγωγική τους δυναμικότητα προσθέτοντας βάρδιες και δουλεύοντας σε 24ωρη βάση, όπως παλιά, για να επενδύσουν σε τεχνολογικές βελτιώσεις, σε νέα προϊόντα. Για να εξάγουν και να συμβάλλουν στην βιομηχανική αναγέννηση στη χώρα μας. Για να προσελκύσουν ξένες επενδύσεις: οι ξένοι δεν επενδύουν όσο βλέπουν ότι οι έλληνες βιομήχανοι και επιχειρηματίες δεν βρίσκουν τις συνθήκες ευνοϊκές για επενδύσεις.

Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στηρίζουν τις βιομηχανίες τους εξασφαλίζοντας γι αυτές τιμές ενέργειας ανταγωνιστικές. Τις απαλλάσσουν ή περιορίζουν σημαντικά τις ρυθμιζόμενες επιβαρύνσεις και φορολογίες της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου, όπως ειδικούς φόρους κατανάλωσης, εισφορές υπέρ των ΑΠΕ, ΥΚΩ κ.α. Επιπλέον εγκρίνουν συστήματα διακοψιμότητας, εικονικών εισαγωγών –swaps και διαρκώς προσπαθούν να μειώσουν το κόστος ενέργειας των βιομηχανιών τους με μεθόδους που δεν είναι πάντα σύμφωνες με τις ευρωπαϊκές οδηγίες και τους κανόνες του ανταγωνισμού.

Στη χώρα μας, οι αγορές ενέργειας βρίσκονται σε φάση εξέλιξης και κατάργησης των μονοπωλίων, ώστε να λειτουργήσουν μετά από 4-5 χρόνια ανταγωνιστικά με ζητούμενο χαμηλότερες τιμές για τους τελικούς καταναλωτές. Μέχρι τότε όμως πρέπει να αντιμετωπιστούν οι στρεβλώσεις του συστήματος που δημιουργούν το υψηλό κόστος.

Με πρωτοβουλία της Κυβέρνησης και της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας έχουνπρόσφατα υλοποιηθεί κάποια μέτρα στο τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου προς τη σωστή κατεύθυνση:

Στην ηλεκτρική ενέργεια εγκρίθηκαν βιομηχανικά τιμολόγια για τους μεγάλους καταναλωτές της Υψηλής Τάσης για το 2014 και με πρόβλεψη επέκτασης στο 2015,που ανταποκρίνονται στο προφίλ κατανάλωσης και στη συνεισφορά των μεγάλων καταναλωτών στη σταθερότητα του Συστήματος. Για τους μεγάλους καταναλωτές Μέση Τάσης προωθείται η εξίσωση των τιμολογίων τους και των ρυθμιστικών τους χρεώσεων με εκείνες της Υψηλής Τάσης. Έγινε επίσης προσπάθεια για τον εξορθολογισμό των ρυθμιστικών χρεώσεων. Μένουν όμως ακόμα πολλά να γίνουν: Η υλοποίηση των μέτρων της αντιστάθμισης των ρύπων και της διακοψιμότητας, που ήδη έχουν εγκριθεί από την ΕΕ, και η μείωση των υπερβολικών Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης. Μένει ακόμα να ολοκληρωθεί ο σχεδιασμός και να λειτουργήσει από το 2015 η προθεσμιακή αγορά ενέργειας κατά τρόπο που να αποτελέσει πραγματική εναλλακτική λύση για τη βιομηχανία.

Το φυσικό αέριο παραμένει το ακριβότερο στη Ευρώπη για τους βιομηχανικούς καταναλωτές με τον υψηλότερο (10-πλασιο του ελαχίστου) ΕΦΚ, παρά τη μείωση κατά 10% περίπου, μετά την περυσινή διαπραγμάτευση με τους Ρώσους. Από διετίας η ΔΕΠΑ έχει προχωρήσει σε διάθεση ποσοτήτων αερίου σε δημοπρασίες που είχαν σαν αποτέλεσμα την εξασφάλιση ορισμένων ποσοτήτων σε πιο ανταγωνιστικές τιμές, για τους πελάτες που δεν βρίσκονται στις περιοχές των μονοπωλίων των ΕΠΑ. Με πρωτοβουλία της Κυβέρνησης και της ΡΑΕ η αγορά βρίσκεται σήμερα σε διαδικασία απελευθέρωσης με κατάργηση των μονοπωλίων προμήθειας για τους μη-οικιακούς πελάτες.Τα μέτρα βελτίωσης του κόστους ενέργειας πρέπει να συμπληρωθούν και με άλλα, ώστε η Ελλάδα και η οικονομία της να επανακτήσει την διεθνή της ανταγωνιστικότητα. Το κόστος της ενέργειας είναι το κλειδί για την Ανάπτυξη. Η Ανάπτυξη θα έρθει με την αύξηση της παραγωγής ανταγωνιστικών προϊόντων που θα ενισχύσουν τις εξαγωγές μας και θα υποκαταστήσουν τις εισαγωγές μας με προϊόντα ελληνικής παραγωγής. Δεν θα έρθει με την αύξηση της κατανάλωσης εισαγομένων προϊόντων που θα μας ξαναβάλουν στο φαύλο κύκλο του δανεισμού για να πληρώνουμε εισαγόμενα προϊόντα που στηρίζουν την εργατική απασχόληση άλλων χωρών.

Ο Κωνσταντίνος Κουκλέλης είναι πρόεδρος της ΕΒΙΚΕΝ.

(από την εφημερίδα "Εστία", 04/10/2014)