Τετ, 12 Δεκεμβρίου 2018 - 18:19
Αν και ο βασικός σκοπός της επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού στη Μόσχα την περασμένη εβδομάδα ήταν η αποκατάσταση του παραδοσιακά καλού κλίματος στις διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών, που είχαν διαταραχθεί όμως σοβαρά μετά την απέλαση από την Ελλάδα, το περασμένο καλοκαίρι, δύο Ρώσων διπλωματών, τα ενεργειακά θέματα βρέθηκαν αναπόφευκτα στο επίκεντρο της ατζέντας των συνομιλιών. Και αυτό γιατί η Ρωσία παραμένει ο βασικός προμηθευτής της χώρας μας σε φυσικό αέριο, όντας υπεύθυνη για περίπου το 60% των ποσοτήτων που παραδίδονται κάθε χρόνο στο εθνικό σύστημα φυσικού αερίου. Όπως επίσης παραμένει ένας από τούς βασικούς προμηθευτές αργού πετρελαίου, ποικιλίας Urals, των ελληνικών διυλιστηρίων, καλύπτοντας περίπου το 15% των τρεχουσών αναγκών, ενώ παλαιότερα και επί σειρά ετών, οι εισαγωγές ρωσικού αργού είχαν φθάσει να καλύπτουν το 40% των εισαγωγών πετρελαίου της χώρας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στη Μόσχα ήτο όχι μόνο αναγκαία, αλλά και επιβεβλημένη σε μία προσπάθεια επαναπροσέγγισης των δύο κυβερνήσεων μετά από μια περίοδο έντονης ψυχρότητας που δεν είχε να κάνει μόνο με την απέλαση των ανωτέρω διπλωματών, αλλά και με τον εναγκαλισμό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ με την Ουάσινγκτον. Οι συνομιλίες του Αλέξη Τσίπρα με τον πρόεδρο Βλάντιμιρ Πούτιν, αλλά και με άλλους Ρώσους αξιωματούχους, όπως ο πρωθυπουργός της Ρωσικής Ομοσπονδίας, κ. Ντμίτρι Μεντβέντεφ, βόηθησαν μεν να ξεπερασθεί η ψυχρότητα στις σχέσεις των δύο κρατών, κάτι που φάνηκε από τις δηλώσεις των δύο ηγετών κατά την κοινή συνέντευξη τύπου, όμως δε συνέβαλαν στο παραμικρό στο να αναβαθμιστεί ο ρόλος της Ελλάδας στο γεωστρατηγικό παιχνίδι της περιοχής. Και αυτό διότι υπάρχουν σαφώς αποκλίνουσες στοχεύσεις και προτεραιότητες από τις δύο κυβερνήσεις σε ότι αφορά τους ενεργειακούς σχεδιασμούς τους.